Με το βλέμμα στραμμένο στην ανάκτηση όχι μόνο της παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά και των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων, κινείται η ευρωπαϊκή φαρμακοβιομηχανία έρευνας υπό το βάρος του ανταγωνισμού όχι μόνο από την Αμερική, αλλά και από τις αναδυόμενες αγορές της Ασίας.
Το έντονα ρυθμισμένο περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η φαρμακευτική αγορά στην Ευρώπη, αλλά και οι αυξημένες επενδύσεις στη Δύση και την Ανατολή ασκούν πιέσεις στους ευρωπαϊκούς ερευνητικούς φαρμακευτικούς οίκους.
Όσον αφορά την Ελλάδα, οι μονάδες παραγωγής, η εξαγωγική δραστηριότητα, αλλά και η αυστηρή νομοθεσία – συνέπεια της μνημονιακής επιτήρησης – έχουν μειώσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου των φαρμάκων, το οποίο όμως παραμένει αρνητικό.
Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από την έκθεση του Συνδέσμου ευρωπαϊκών φαρμακευτικών βιομηχανιών (EFPIA) με τίτλο «Η φαρμακευτική βιομηχανία σε αριθμούς» για το 2022 στην οποία επισημαίνεται ότι η ερευνητική φαρμακοβιομηχανία της Ευρώπης θα μπορούσε να παίξει κρίσιμο ρόλο στην ανάκτηση και διασφάλιση της μελλοντικής ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης στην αναπτυσσόμενη παγκόσμια οικονομία.
Οι ευρωπαϊκοί φαρμακευτικοί οίκοι επένδυσαν το 2021 περίπου 41,5 δισ. ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη στην Ευρώπη, απασχολούν άμεσα περίπου 840.000 άτομα, ενώ οι έμμεσες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από τη λειτουργία της φαρμακοβιομηχανίας, είναι σχεδόν τριπλάσιες.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Σύνδεσμος, «ο κλάδος αντιμετωπίζει πραγματικές προκλήσεις. Εκτός από τα πρόσθετα ρυθμιστικά εμπόδια και την κλιμάκωση του κόστους έρευνας και ανάπτυξης, ο κλάδος έχει πληγεί σοβαρά από τις επιπτώσεις των μέτρων δημοσιονομικής λιτότητας σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης από το 2010.
Διαβάστε επίσης: Επιβράβευση της ποιότητας στους διαγωνισμούς προμήθειας φαρμάκων στην Ε.Ε.
Ταυτόχρονα, υπάρχει ταχεία ανάπτυξη στην αγορά και το ερευνητικό περιβάλλον σε αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία, Κίνα και Ινδία, οδηγώντας σε μια σταδιακή μετανάστευση οικονομικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων από την Ευρώπη σε αυτές τις ταχέως αναπτυσσόμενες αγορές».
Αναδυόμενες αγορές
Σύμφωνα με την έκθεση, κατά την περίοδο 2016-2021 οι αγορές της Βραζιλίας, της Κίνας και της Ινδίας αυξήθηκαν κατά 11,7%, 6,7% και 11,8% αντίστοιχα σε σύγκριση με μέση ανάπτυξη της αγοράς 5,8% για τις 5 κορυφαίες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 5,6% για την αγορά των ΗΠΑ.
Το 2021 η Βόρεια Αμερική απορρόφησε το 49,1% των παγκόσμιων πωλήσεων φαρμακευτικών προϊόντων έναντι 23,4% από την Ευρώπη. Ακολούθησε η Κίνα απορροφώντας το 9,4% των πωλήσεων φαρμάκων διεθνώς και η Ιαπωνία το 6,1% των πωλήσεων, με την υπόλοιπη Ασία και Αφρική να απορροφούν το 8,4% των πωλήσεων φαρμάκων διεθνώς. Στη Λατινική Αμερική απορροφήθηκε το 3,7% των φαρμάκων.
Από το σύνολο της φαρμακευτικής δαπάνης σε τιμές του 2020, το 66,8% εισέπραξε η φαρμακοβιομηχανία ως παραγωγός, το 5,2% το χονδρεμπόριο, το 17,4% οι φαρμακοποιοί και το 10,6% τα κράτη από ΦΠΑ και άλλους φόρους.
Σύμφωνα με την εταιρεία μελετών IQVIA, το 64,4% των πωλήσεων νέων φαρμάκων που κυκλοφόρησαν κατά την περίοδο 2016-2021 ήταν στην αγορά των ΗΠΑ, έναντι 16,8% στην ευρωπαϊκή αγορά (πρώτες 5 αγορές). Ο κατακερματισμός της φαρμακευτικής αγοράς της ΕΕ οδηγεί σε ένα επικερδές παράλληλο εμπόριο που φτάνει τα 6,07 δισ. ευρώ σε εργοστασιακές τιμές, πόροι που στερούνται από τη βιομηχανία για τη χρηματοδότηση της έρευνας και ανάπτυξης.
Έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων
Τα νέα φάρμακα στην αγορά είναι αποτέλεσμα μακράς, δαπανηρής και αυξημένου ρίσκου έρευνας και ανάπτυξης που διεξάγεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες. Για κάθε φαρμακευτικό προϊόν, χρειάζονται περίπου 12-13 χρόνια έρευνας μετά την πρώτη σύνθεση της νέας ουσίας, προκειμένου το φάρμακο να φτάσει στην αγορά.
Διαβάστε επίσης: Ορόσημο για την φαρμακευτική έρευνα ο νέος κανονισμός της Ε.Ε.
Το κόστος έρευνας και ανάπτυξης μιας νέας χημικής ή βιολογικής ουσίας υπολογίσθηκε σε 1,926 δισ. ευρώ το 2014, από 2.558 εκατομμύρια δολάρια το 2013. Κατά μέσο όρο, μόνο μία έως δύο ανά 10.000 ουσίες που συντίθενται σε εργαστήρια περνούν με επιτυχία όλα τα στάδια ανάπτυξης που απαιτούνται μέχρι να γίνει ένα φάρμακο εμπορεύσιμο.
Ευρώπη έναντι ΗΠΑ και Ασίας
Το 2020 η φαρμακευτική βιομηχανία επένδυσε πάνω από 39,6 δις ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη στην Ευρώπη.
Τη 10ετία 1995-2005 η οικονομική και ερευνητική δραστηριότητα μετατοπίστηκε στις ΗΠΑ και η τάση αυτή συνεχίστηκε ως το 2015.
Ακολούθησε ο ανταγωνισμός από τις αναδυόμενες οικονομίες που ασκούν περαιτέρω πίεση στην Ευρώπη, καθώς η ταχεία ανάπτυξη στην αγορά και τα ερευνητικά περιβάλλοντα στην Κίνα και Κορέα συμβάλλουν στη μετάβαση των οικονομικών και ερευνητικών δραστηριοτήτων σε μη ευρωπαϊκές αγορές.
Διαβάστε επίσης: Εμβόλιο – Μεγάλοι επενδυτές πιέζουν τις φαρμακοβιομηχανίες για δίκαιη κατανομή
Συγκριτικά, μεταξύ των ετών 2007-2011 η ετήσια δαπάνη έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων στην Κίνα αυξανόταν κατά 33,3%, όταν η αντίστοιχη επένδυση στην Ευρώπη έφτανε το 3,1% ετησίως και στις ΗΠΑ το 1,8% ετησίως. Την επόμενη τετραετία (2012-2016), στην Ευρώπη τηρήθηκαν οι ίδιοι ρυθμοί του 3,1%, ενώ στις ΗΠΑ οι ετήσιες επενδύσεις αυξήθηκαν στο 7,7%, όμως στην Κίνα οι ετήσιες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη αυξάνονταν κατά 18,6%. Την τελευταία τετραετία (2017-2021) οι δαπάνες έρευνας αυξάνονταν στην Ευρώπη κατά 4%, όταν στις ΗΠΑ έφταναν το 8,5% ετησίως και στην Κίνα το 12,9%.
Χαρακτηριστικά πέρυσι η Κίνα ήταν σχεδόν ισοδύναμη με την Ευρώπη στην παραγωγή νέων δραστικών ουσιών που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στην παγκόσμια αγορά, με 18 και 19 νέες ουσίες αντίστοιχα. Και οι δύο όμως βρίσκονται πολύ πίσω από τις ΗΠΑ που προηγούνται με 35 νέες ουσίες από τις 95 που μπήκαν στην παγκόσμια αγορά.
Υψηλή τεχνολογία
Σύμφωνα με στοιχεία της EUROSTAT, η φαρμακοβιομηχανία είναι ο κλάδος υψηλής τεχνολογίας με την υψηλότερη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο, σημαντικά υψηλότερη από τη μέση αξία για τις βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας και μεταποίησης. Η φαρμακευτική βιομηχανία είναι επίσης ο τομέας με τον υψηλότερο λόγο επενδύσεων έρευνας και ανάπτυξης προς καθαρές πωλήσεις. Σύμφωνα με τον Πίνακα αποτελεσμάτων επενδύσεων βιομηχανικής έρευνας και ανάπτυξης της ΕΕ για το 2021, οι βιομηχανίες υγείας επένδυσαν περίπου 188,7 δις ευρώ σε έρευνα και ανάπτυξη το 2020, αντιπροσωπεύοντας το 20,8% των συνολικών δαπανών έρευνας και ανάπτυξης των επιχειρήσεων παγκοσμίως.
Γενόσημα
Τα γενόσημα χρησιμοποιούνται στην ευρωπαϊκή φαρμακευτική αγορά με στόχο την εξοικονόμηση πόρων που μπορούν να διατεθούν για καινοτόμες θεραπείες. Η μεγαλύτερη χρήση γενοσήμων γίνεται στην Ιταλία σε ποσοστό 67,6% της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ ακολουθούν η Πολωνία με 58%, η Αυστρία με 49% και η Σερβία και η Κροατία με 39,6% και 39%, αντίστοιχα. Στη χώρα μας τα γενόσημα απορροφούν το 26% της συνολικής δαπάνης, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στη Γαλλία (19,5%), Ιρλανδία (17,2%), Βέλγιο (16,6%) και Ελβετία (13,7%).
Παραγωγή
Ο μεγαλύτερος παραγωγός φαρμάκων στην Ευρώπη είναι η Ελβετία, όπου παράγονται φάρμακα αξίας 53,2 δις. ευρώ περίπου, ενώ ακολουθούν η Ιταλία με 34,3 δις. ευρώ, η Γερμανία με 32,3 δις. ευρώ, η Μ. Βρετανία με 25,3 δις. ευρώ, η Γαλλία με 23,5 δις. ευρώ, το Βέλγιο με 20,2 δις. ευρώ, η Ιρλανδία με 19,3 δις. ευρώ, η Ισπανία με 16,2 δις. ευρώ, η Δανία με 15,7 δις. ευρώ, η Σουηδία με 10,6 δις. ευρώ, η Ρωσία με 6,4 δις. ευρώ, η Ολλανδία με 6,1 δις. ευρώ. Σε επίπεδα κάτω των 2 δις. ευρώ, κινείται η παραγωγή στην Πορτογαλία και Φινλανδία (1,8 δις), στην Ελλάδα (1,65 δις. ευρώ) και την Αυστρία 1,4 δις. ευρώ, ενώ τη χαμηλότερη παραγωγή έχει η Ισλανδία με 89 εκατ. ευρώ.
Εξαγωγές
Οι εξαγωγές φαρμάκων από την Ευρώπη έφτασαν το 2020 τα 509,828 δισ. ευρώ συνολικά, με μεγαλύτερες εξαγωγές να γίνονται από τη Γερμανία (87,2 δις. ευρώ), την Ελβετία (81,899 δις. ευρώ), την Ιρλανδία (62,092 δις. ευρώ) και το Βέλγιο (56,2 δις. ευρώ).Ακολουθούν η Ολλανδία με 45 δις. ευρώ, η Γαλλία με τη 34 δις. ευρώ και η Μ. Βρετανία με 21,8 δις. ευρώ.
Οι εξαγωγές από την Ελλάδα φτάνουν σχεδόν τα 2,9 δις. ευρώ, στα ίδια επίπεδα με την Τσεχία.
Εισαγωγές
Οι εισαγωγές φαρμάκων υπολογίζονται σε πάνω από 347 δις. ευρώ. Οι μεγαλύτερες εισαγωγές γίνονται στη Γερμανία και φτάνουν τα 58,8 δις. ευρώ, ενώ ακολουθούν το Βέλγιο στα 46,2 δις. ευρώ, η Ελβετία με 34,6 δις. ευρώ, η Ολλανδία με 30,6 δις. ευρώ, η Γαλλία με 28,9 δις. ευρώ και η Ιταλία με 28 δις. ευρώ. Στην Ελλάδα, εισάγονται φάρμακα αξίας 3,2 δις. ευρώ.
Συνδυάζοντας τις εισαγωγές και εξαγωγές, η Ελβετία έχει το υψηλότερο πλεόνασμα με 47 δις. ευρώ, η Ιρλανδία ακολουθεί με πλεόνασμα 52,8 δις. ευρώ, η Γερμανία με πλεόνασμα 28,3 δις. ευρώ, η Ολλανδία με 14,3 δις. ευρώ και η Δανία με 13,5 δις. ευρώ.
Αρνητικό ισοζύγιο εμφανίζει η χώρα μας, ελλειμματικό κατά 344 εκατ. ευρώ, αν και το υψηλότερο αρνητικό ισοζύγιο εμφανίζεται στην Ισπανία (3,2 δις. ευρώ) και την Τσεχία στα 2,3 δις. ευρώ.
Συστήματα υγείας
Τα φάρμακα αποτελούν κατά μέσο όρο το 18,6% των συνολικών δαπανών υγείας στην Ευρώπη. Σε ότι αφορά τις «ακριβές» παθήσεις, όπως ο καρκίνος και η ρευματοειδής αρθρίτιδα, τα φάρμακα φθάνουν μόλις το 20% του συνολικού κόστους της περίθαλψης γι΄ αυτές τις παθήσεις, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζουν πρόσθετες εξοικονομήσεις από αποφυγή νοσηλείας και άλλων δαπανών μακροχρόνιας περίθαλψης.
Συνολικά τα συστήματα υγείας στην Ευρώπη απορροφούν το 9,3% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, όταν στις ΗΠΑ δαπανάται το 16,8% του ΑΕΠ για περίθαλψη και στην Ιαπωνία το 11% του ΑΕΠ. Από τις χώρες της Ευρώπης, αυξημένη χρηματοδότηση στο σύστημα υγείας διατίθεται από τη Μ. Βρετανία (12,8%), Γερμανία (12,5%) και Γαλλία (12,4%). Από τα χαμηλότερα ποσοστά χρηματοδότησης ως προς το ΑΕΠ της χώρας έχει το Λουξεμβούργο με 5,4%, πρέπει όμως να ληφθεί υπόψιν ότι είναι η πρώτη χώρα από πλευράς ΑΕΠ σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Διαβάστε επίσης: Επένδυση ενός ευρώ στην υγεία επιστρέφει 14 στην οικονομία
Χαμηλή χρηματοδότηση έχουν τα συστήματα υγείας της Ουγγαρίας (6,4%), Ιρλανδίας (7,2%), Λιθουανίας (7,6%), της Ελλάδας (7,8%).