Κατά 1004% θα αυξηθούν ως το 2050 οι υπεραιωνόβιοι, ενώ πάνω από 350% θα αυξηθούν μέχρι τότε και οι υπερήλικες άνω των 85 ετών. Όσο για τους άνω των 65 ετών, προβλέπεται αύξηση 188%. Την ίδια περίοδο, ο πληθυσμός μέχρι 64 ετών θα αυξηθεί μόλις κατά 22%.
Με τις παραπάνω εκτιμήσεις του ΟΗΕ για την προοπτική εξέλιξης του παγκόσμιου πληθυσμού από το 2010 ως το 2050, ο εν δυνάμει οικονομικά ενεργός πληθυσμός (πολίτες ηλικίας 20-69 ετών) θα μειωθεί από 7 εκατομμύρια το 2015 σε 4,8-5,5 εκατομμύρια το 2050. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα μειωθεί από 4,7 εκατομμύρια το 2015 σε 3-3,7 εκατομμύρια.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα και η Ιταλία καταγράφουν τον τρίτο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων (9‰), μετά τη Γερμανία (8,4‰) και την Πορτογαλία (8,5‰).
Μείωση πληθυσμού και παιδιών
Εξαιτίας της υπογεννητικότητας, της γήρανσης του πληθυσμού και του αρνητικού ισοζυγίου μετανάστευσης, αναμένεται μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας από 11 εκατομμύρια το 2013 σε 8,3 – 10 εκατομμύρια το 2050. Η ελάττωση του πληθυσμού θα κυμανθεί από 800.000 μέχρι 2,5 εκατομμύρια άτομα.
Ο πληθυσμός των παιδιών σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθεί από 1,6 εκατομμύρια σήμερα σε 1,4 εκατομμύρια (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατομμύριο (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Το 2020 ένα στα 7 παιδιά που γεννήθηκαν στη χώρα μας είχαν έναν τουλάχιστον αλλοδαπό γονιό.
Ο πληθυσμός της χώρας μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς ετησίως συνεχώς από το 2011, οπότε και για πρώτη φορά ο αριθμός των γεννήσεων και των μεταναστευτικών ροών προς τη χώρα υπολείπεται του αριθμού των θανάτων και της μετανάστευσης Ελλήνων στο εξωτερικό.
Υπογεννητικότητα
Η υπογεννητικότητα είναι χρόνιο πρόβλημα για τη χώρα μας.
Ο μέσος όρος ολικής γονιμότητας, δηλαδή παιδιών ανά ζεύγος, είναι 1,26, σταθερός τα τελευταία χρόνια, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1,49.
Επισημαίνεται ότι για να διατηρηθεί σταθερός ο πληθυσμός πρέπει ο δείκτης γονιμότητας να είναι πάνω από 2,1.
Τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών αντιπροσωπεύουν σήμερα στη χώρα μας ποσοστό πάνω από το 21,3% του πληθυσμού και σύμφωνα με τις προβλέψεις το 2030 θα είναι περίπου το 30% του πληθυσμού, ενώ το 2050 θα πλησιάσουν το ένα τρίτο του πληθυσμού.
Αντίθετα, το αντίστοιχο ποσοστό των ατόμων ηλικίας 0-14 ετών είναι σήμερα περίπου 14% και αναμένεται να υποχωρήσει το 2050 στο 10-12%.
Αντίστοιχα, η μέση ηλικία, που ήταν 26 έτη το 1951 και που είναι 44 έτη σήμερα, αναμένεται να αυξηθεί και να αγγίξει τα 50 έτη.
«Αυτή η δημογραφική γήρανση -κοινή σε όλες τις δυτικού τύπου χώρες- προκαλεί πολλά προβλήματα ιατρικά, κοινωνικά, οικογενειακά, οικονομικά, ασφαλιστικά, κ.ά. που θα προσλάβουν εκρηκτικές διαστάσεις στις προσεχείς δεκαετίες», επισημαίνει η Ελληνική Γεροντολογική και Γηριατρική Εταιρεία (ΕΓΓΕ) που φέτος αφιερώνει την Παγκόσμια Ημέρα των Ηλικιωμένων στην ενεργό γήρανση, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις παγκοσμίως.
Δεκαετία Υγιούς Γήρανσης
Όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΓΓΕ καθ. Ιωάννης Καραϊτιανός, «Βλέποντας όλα τα παραπάνω στοιχεία αντιλαμβανόμαστε ότι το στοίχημα για υγιή γήρανση πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα σε όλες τις χώρες. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΟΗΕ κήρυξε επίσημα τη δεκαετία 2021-2030 ως «Δεκαετία υγιούς γήρανσης», μία πρωτοβουλία παγκόσμιας συνεργασίας όλων των φορέων που ασχολούνται με την υγεία, κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, ιδιωτικού τομέα, επαγγελματιών υγείας, μέσων μαζικής ενημέρωσης και επικοινωνίας, ακαδημαϊκής και πανεπιστημιακής κοινότητας και κοινωνίας των πολιτών, με στόχο τη βελτιστοποίηση της «λειτουργικής ικανότητας» των ηλικιωμένων και της μακροζωίας, αλλά με υγιή και ευχάριστο τρόπο.
Βέβαια κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολα εφαρμόσιμο, αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ηλικιωμένων παγκοσμίως ζει σε χώρες μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος, ενώ πολλοί από αυτούς δεν έχουν πρόσβαση ούτε στους βασικούς πόρους και υπηρεσίες.
Πολύ περισσότερα όταν η πανδημία του κορονοϊού τα δύο τελευταία χρόνια επιδείνωσε αρκετά την κατάσταση και ανέδειξε τα σοβαρά προβλήματα των συστημάτων υγείας σε όλο τον κόσμο».
4 τομείς δράσης
Σύμφωνα με τον κ. Καραϊτιανό, η «Δεκαετία Υγιούς Γήρανσης», την οποία ήδη διανύουμε εστιάζει σε 4 βασικούς τομείς δράσης:
- τη δημιουργία φιλικών προς την τρίτη ηλικία κοινωνιών και περιβάλλοντος που επιτρέπουν την πρόσβαση σε συστήματα υγείας, στην τεχνολογία, σε υπηρεσίες και προϊόντα που μπορούν να κάνουν ευκολότερη τη ζωή των ηλικιωμένων ατόμων
- την αντιμετώπιση των ηλικιακών διακρίσεων, του λεγόμενου «ageism», που αποκλείει τους μεγαλύτερους ανθρώπους από την ενεργό δράση με μόνο κριτήριο την ηλικία και όχι τις ικανότητες, τη γνώση ή και την εμπειρία
- την παροχή της ολοκληρωμένης φροντίδας, που αφορά σε όλες τις υπηρεσίες υγείας στο πεδίο της πρόληψης, της θεραπείας και της αντιμετώπισης ασθενειών με χαμηλό κόστος για τους ηλικιωμένους και
- την πρόσβαση στη μακροχρόνια φροντίδα, η οποία απευθύνεται σε άτομα μη αυτοεξυπηρετούμενα με ανάγκη για μόνιμη υποστήριξη και υποβοήθηση.
Όλοι οι παραπάνω τομείς έχουν στόχο να βοηθήσουν τα άτομα της τρίτης ηλικίας να έχουν ένα καλό επίπεδο ζωής, με ίσα δικαιώματα και ευκαιρίες με τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες και πάνω απ’ όλα να διαβιώνουν με αξιοπρέπεια».