Τον πλούτο και την μοναδικότητα των αγροτικών προϊόντων ποιότητας, που παράγονται στην θεσσαλική γη καταγράφει η μελέτη που εκπόνησε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) ΓΣΕΒΕΕ.
Δείτε αναλυτικά τη μελέτη ΕΔΩ
Ο αγροδιατροφικός τομέας είναι ένας κρίσιμος τομέας για την περιφερειακή, την εθνική και την παγκόσμια οικονομία, καθώς αφενός συνεισφέρει στην εξασφάλιση τροφίμων και εν γένει διατροφής και αφετέρου στην οικονομική ανάπτυξη, επισημαίνεται στο εισαγωγικό σημείωμα της μελέτης, τονίζοντας ότι «σε μια εποχή που οι καταναλωτές, παρά τις δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών, δίνουν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προέλευση των προϊόντων, σε υγιεινά και προϊόντα ποιότητας, ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα φαίνεται ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις αυτές».
Διαβάστε επίσης: Ροδάκινο: «Κλειδί» ανάπτυξης για την αγροτική οικονομία
Κρίσιμα μεγέθη
Στη Θεσσαλία ο αγροτικός και αγροδιατροφικός τομέας αποτελούν κρίσιμα μεγέθη που συμβάλλουν σε θέσεις εργασίας, εισοδήματα, αριθμό επιχειρήσεων και οικονομική ανάπτυξη. Ο αγροτικός τομέας γενικότερα στη χώρα χαρακτηρίζεται από μικρό μέγεθος εκμεταλλεύσεων και συνεργασιών, χαμηλό επίπεδο γεωργικής εκπαίδευσης και χαμηλό επίπεδο υιοθέτησης τεχνολογικών καινοτομιών.
Η ακαδημαϊκή και ερευνητική υποδομή της Θεσσαλίας θεωρείται ιδιαίτερα ευνοϊκή για τον αγροδιατροφικό τομέα, δεδομένου ότι έχει ήδη δημιουργηθεί μία κρίσιμη μάζα ερευνητικού προσωπικού ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου με γνώσεις συναφείς προς την περιφερειακή οικονομία. Στις διαπιστωμένες ανάγκες του αγροδιατροφικού συμπλέγματος στη Θεσσαλία συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η ανάγκη για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η αειφορική παραγωγή, οι πολυεπίπεδες δικτυώσεις και η ενίσχυση της πρόσβασης σε τεχνολογίες πληροφορικής, εισαγωγή καινοτομίας, ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού και η ανάγκη ανάπτυξης υποδομών και υποστηρικτικών μηχανισμών.
Ο αγροτικός τομέας με νούμερα
H φυτική παραγωγή στη Θεσσαλία σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2019 κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των λοιπών περιφερειών της Ελλάδας στο σκληρό σιτάρι και το κριθάρι (το ένα τρίτο της ελληνικής παραγωγής σε ποσότητα το 2019 και για τα δύο προϊόντα) (ΕΛΣΤΑΤ, 2019ε), στα βιομηχανικά φυτά (38% της παραγωγής βαμβακιού, 52,8% της παραγωγής βιομηχανικής ντομάτας) (ΕΛΣΤΑΤ, 2019στ–2019ζ), σε αρκετά φρούτα και ξηρούς καρπούς (αχλάδια 54,7%, αμύγδαλα 51,7%, κάστανα 39,5%, καρύδια 26,3%) (ΕΛΣΤΑΤ, 2019δ).
Όσον αφορά τη ζωική παραγωγή, στον σημαντικότερο κλάδο της κτηνοτροφίας που είναι η αιγοπροβατοτροφία, στη Θεσσαλία παράγεται το 19,4% του εγχώριου πρόβειου γάλακτος και το 13,7% του εγχώριου αιγείου γάλακτος (ΕΛΣΤΑΤ, 2019). Ακολουθούν η βοοτροφία που δημιουργεί το 18,5% της ελληνικής παραγωγής βοείου κρέατος και το 19,7% του βοείου γάλακτος και η χοιροτροφία που δημιουργεί το 10% της εθνικής παραγωγής χοιρινού κρέατος (ΕΛΣΤΑΤ, 2019) και που αμφότερες λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια, κινητοποιώντας παράλληλα σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις. Την ίδια στιγμή η αιγοπροβατοτροφία διατηρεί τον πιο παραδοσιακό της χαρακτήρα, παραμένοντας στον ποιμενικό-εκτατικό τύπο εκτροφής, κάτι που ωστόσο σήμερα μπορεί να θεωρηθεί και συγκριτικό της πλεονέκτημα.
Όπως διαπιστώνεται από σειρά μελετών για το σύνολο της χώρας αλλά σύμφωνα και με τη σχετική μελέτη «Περιφερειακή Στρατηγική Καινοτομίας Έξυπνης Εξειδίκευσης της Περιφέρειας Θεσσαλίας για την Προγραμματική Περίοδο 2014-2020» (ΕΥΔΕΠ Θεσσαλίας, 2015α: 15-16) η ανταγωνιστικότητα της αγροτικής παραγωγής στη Θεσσαλία παραμένει χαμηλή λόγω κυρίως του ανταγωνισμού από χώρες ή περιοχές με μεγαλύτερη παραγωγικότητα εδάφους και εργασίας και των υψηλότερων οικονομιών κλίμακας που επιτυγχάνουν χαμηλώνοντας το μοναδιαίο κόστος, κάτι που αποτελεί συστημικό πρόβλημα όχι μόνο της Περιφέρειας Θεσσαλίας (ΠΘ) αλλά και της χώρας συνολικά και συμπεραίνεται ότι το μόνο πεδίο ανταγωνισμού είναι η μοναδικότητα, σε επίπεδο προϊόντων που δεν ευδοκιμούν αλλού ή γεωγραφικής προέλευσης ή χαρακτηριστικών του προϊόντος. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τη συνολική μείωση του κόστους παραγωγής με ταυτόχρονη παραγωγή προϊόντων ποιότητας μέσα από την εισαγωγή καινοτομιών και την υιοθέτηση ερευνητικών αποτελεσμάτων στις παραγωγικές και περαιτέρω διαδικασίες, μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του πρωτογενή τομέα.