Η υπόθεση της Εύας Καϊλή ήρθε να μας υπενθυμίσει πως η διαφθορά στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την ευρεία έννοια, δεν είναι κάτι νέο, αλλά έχει ταλανίσει και στο παρελθόν το οικοδόμημα της Ε.Ε.
Τα ξημερώματα της 17ης Μαρτίου του μακρινού 1999 ξηλώθηκε ολόκληρη η Κομισιόν, με τους επιτρόπους να υποχρεώνονται να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους, υπό το βάρος του πορίσματος για απάτες και κακοδιαχείριση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ωστόσο, στην έκθεση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων αναφερόταν ότι οι επίτροποι δεν γνώριζαν τι συνέβαινε στις υπηρεσίες που διηύθυναν, αλλά είχαν χάσει τον έλεγχο, με αποτέλεσμα οι υφιστάμενοί τους να διορίζουν συγγενικά τους πρόσωπα, τα οποία στη συνέχεια ελάμβαναν «δουλειές» από την Κομισιόν, μέσα από διαγωνισμούς στα «μέτρα» τους και άλλα πολλά.
Διαχρονικά, η διαφθορά φύεται γύρω από κάθε εξουσία – μικρή ή μεγάλη. Από συλλόγους, ΜΚΟ, δήμους, μέχρι κυβερνήσεις και διεθνείς και υπερεθνικούς οργανισμούς.
Η πιο «αθώα» εκδοχή της είναι το αποκαλούμενο lobbying, δηλαδή οι δράσεις οργανωμένων συμφερόντων (επιχειρηματικών, κρατικών, κοινωνικών) να πείσουν τα κέντρα αποφάσεων να νομοθετήσουν υπέρ των συμφερόντων τους.
Όταν οι δράσεις τους είναι ανοιχτές, θεωρούνται ανεκτές.
Ενίοτε, όμως, υποκρύπτουν «αντίτιμο» και εάν επιτύχει το lobbying, το αποτέλεσμα είναι η νόθευση του ανταγωνισμού σε βάρος των επιχειρήσεων που είναι εκτός της διαδικασίας.
Το ζήτημα είναι αφενός πόσο ικανή είναι η πολιτική εξουσία να αντιληφθεί το ύποπτο lobbying και αφετέρου αν θέλει να το πατάξει. Και εάν αδιαφορεί ή δεν θέλει η πολιτική εξουσία, υπάρχουν και οι αστυνομικές και οι δικαστές αρχές, που αναλαμβάνουν πρωτοβουλία.
Η υπόθεση Καϊλή εκπέμπει και ένα μήνυμα αισιοδοξίας, που δεν είναι άλλο παρά η στάση των βελγικών αρχών. Κινήθηκαν χωρίς τη γραφειοκρατία της άρσης της ασυλίας και άλλων -γνώριμων σε εμάς- διαδικασιών, που φρενάρουν την έρευνα κωλυσιεργώντας μέχρι η υπόθεση να ξεχαστεί.