Οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου συνηθίζουν να μιλούν για «happy accidents», για ατυχήματα που, για καλή μας τύχη, αποτυπώθηκαν σε φιλμ. Μόνο στο σινεμά έχω ακούσει να χρησιμοποιείται αυτός ο όρος, και αν τον ασπαστείς, η σινεφιλία είναι μονόδρομος. Και τι θα πει σινεφιλία; Σίγουρα δεν αφορά κάποιον που βλέπει μόνο καλές ταινίες. Αν θέλετε, για να προβοκάρουμε λίγο, ας πούμε πως τόσο οι πραγματικά καλές ταινίες, όσο και οι πραγματικά κακές ταινίες, προκύπτουν από τέτοια ευτυχή ατυχήματα. Ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς για παράδειγμα, ίσως το μεγαλύτερο αριστούργημα στην ιστορία του σινεμά, προέκυψε επειδή ο Γουέλς δεν είχε ιδέα από κινηματογράφο, και έτσι έπρεπε να εφεύρει εκ του μηδενός τη δική του γλώσσα. Σάμπως έτσι όμως δεν προέκυψε και το «The Room» του Tommy Wiseau, η χειρότερη (ίσως) ταινία που γυρίστηκε ποτέ; Και, πιστέψτε με, ξέρω ανθρώπους που μπορούν να παρακολουθήσουν εξίσου παθιασμένα και τα δυο.
Που θέλω να καταλήξω; Πως υπάρχει η αγάπη για κάποιες συγκεκριμένες ταινίες (σχεδόν όλοι εκεί έξω έχουν μια αγαπημένη ταινία), μετά υπάρχει η αγάπη για το σινεμά (άρρωστοι άνθρωποι μεν, αλλά όχι και επικίνδυνοι) και μετά υπάρχει η λατρεία για αυτή τη μυθική διάσταση του Σινεμά με σίγμα κεφαλαίο (όπου και συναντάμε τις πιο κλινικές και μονομανείς περιπτώσεις). Και δε μου βγάζετε από το μυαλό πως ο Νταμιέν Τσαζέλ είναι μια τέτοια περίπτωση. Πως αλλιώς θα σκύψει κανείς ευλαβικά πάνω από το διαβόητο «Hollywood Babylon», το βιβλίο του Κένεθ Άνγκερ: Μια επική ξενάγηση στη σκοτεινή πλευρά της λεγόμενης Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, όπου όλα τα ζουμερά σκάνδαλα που συνέλεγε για χρόνια ο συγγραφέας / ανεξάρτητος σκηνοθέτης αλλά και μορφάρα του underground μετατρέπονται σε φορείς νοημάτων καθώς, για τον Άνγκερ, το εκτυφλωτικό στρας έδειχνε εξίσου γοητευτικό με την τραγωδία που παιζόταν στο παρασκήνιο. Για την ακρίβεια, αμφιβάλλω αν ο ίδιος τα διαχώριζε.
Εδώ έγκειται για αρκετούς κριτικούς και θεατές το μεγάλο ζήτημα με το χρυσοποίκιλτο «Babylon», γιατί και ο Τσαζέλ φτιάχνει εδώ μια πανάκριβη, φρενήρης και πλήρως παραδομένη στην υπερβολή extravaganza για να τα αγκαλιάσει όλα: Και το μέγα μυστήριο του Σινεμά, αλλά και όλα όσα εντέλει συνέβαλαν σε αυτό. Δηλαδή το γκλάμουρ, τη θεϊκή υπόσταση των, ταιριαστά αποκαλούμενων «αστέρων» του, την αυθάδεια των σκηνοθετών που «ύψωσαν» φιλμικά έπη με την ίδια ζέση που πρέπει να χτίστηκε και ο πύργος της Βαβέλ, αλλά και τα ηχηρά σκάνδαλα, τον γλαφυρότατο στροβιλισμό στην παρακμή που τερμάτισε εκκωφαντικά εκείνη την Χρυσή (για πολλαπλούς εντέλει λόγους, όπως βλέπουμε στην ταινία) Εποχή του Χόλιγουντ. Ο Τσαζέλ λοιπόν έρχεται για να μας πει πως ο δρόμος της υπερβολής δεν οδηγεί μονάχα στο παλάτι της σοφίας, αλλά και της σχιζοφρένειας. Και καθώς καμία τέχνη δεν έλαμψε πιο λαμπρά από το ίδιο το Σινεμά, η λάμψη αυτή μπορεί και να σε σκοτώσει. Όλα αυτά όμως αρθρώνονται χωρίς την παραμικρή δόση ηθικολογίας. Αφού στο τέλος, σου λέει, όλα γίνονται σινεμά – άρα και αθάνατα.