Το Science of Success (Επιστήμη της Επιτυχίας) είναι μια νέα στήλη που θα αποκαλύψει τα κρυμμένα στοιχεία, τις απίθανες δυνάμεις και τις αλλαγές της αγοράς πίσω από τις ειδήσεις, καθώς στοχεύει να απαντήσει σε ένα μεγάλο ερώτημα: Γιατί κάποιοι άνθρωποι, εταιρείες και ιδέες πετυχαίνουν ή αποτυγχάνουν;
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ ήταν ένας από τους πρώτους που πρότεινε αυτή την περίεργη μορφή αγωνίας σε ένα δοκίμιο που δημοσίευσε πάνω από έναν αιώνα πριν.
Ήταν μια θεωρία που χτίστηκε γύρω από μερικές περιπτωσιολογικές μελέτες: μια ασθενής που έπεσε σε κατάθλιψη αφού πήρε προαγωγή στην δουλειά, μια άλλη ασθενής που κατέρρευσε όταν παντρεύτηκε τον επί χρόνια σύντροφό της – και τη Λαίδη Μάκβεθ, που δεν ήταν ασθενής του. Όπως το έθεσε περίφημα ο Φρόιντ, «η επιτυχία τους συνέθλιψε».
Διαβάστε επίσης – Καθηγητής του Harvard κοντά στην απάντηση που βρίσκεται η ευτυχία
Υπάρχουν τόσα πολλά παραδείγματα αυτού του παραδόξου φαινομένου αυτές τις μέρες που είναι εύκολο για οποιονδήποτε να αυταπατηθεί πιστεύοντας ότι οι πιο επιτυχημένοι είναι οι λιγότερο ευτυχισμένοι.
Η ιδέα έγινε αρκετά γνωστή και μια ομάδα ψυχολόγων αποφάσισε ότι έπρεπε να καταλάβουν εάν ευσταθούσε η υπόθεση του Φρόυντ που αναφερόταν στο δοκίμιό του του 1916 «Μερικοί τύποι χαρακτήρων που παρατηρήθηκαν κατά την διάρκεια ψυχο-αναλυτικών συνεδριών». Και είχαν ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε σχέση με όλους όσους προηγήθηκαν στην προσπάθεια να λύσουν αυτό το συγκεκριμένο μυστήριο της επιτυχίας.
«Είχαμε πολλά περισσότερα δεδομένα», είπε ο Ντέβιντ Λουμπίνσκι, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt. «Αυτά ήταν δεδομένα που δεν ήταν διαθέσιμα, και που ήταν πραγματικά αδιανόητα στην εποχή του Φρόιντ».
Διαβάστε επίσης- Ποια είναι η «εξίσωση» της ευτυχίας;
Η πηγή αυτών των δεδομένων ήταν ένα εξαιρετικό έργο που ονομάζεται Μελέτη Νεαρών Ατόμων με Πρώιμη Ανάπτυξη στα Μαθηματικά, μια 50χρονη διαχρονική έρευνα χαρισματικών μαθητών που επιβλέπονταν από τον Δρ. Λουμπίνσκι και την Δρ. Καμίλα Π. Μπένμπόου στο Vanderbilt.
Η παρακολούθηση του ίδιου πληθυσμού ταλαντούχων ατόμων για εκτεταμένες περιόδους, ξεκινώντας το 1972, από όταν ήταν χαρισματικά παιδιά έως όταν έφτασαν να έχουν δικά τους παιδιά, έχει αποδειχθεί πολύτιμη για κάθε είδους απίθανους λόγους. Αυτοί οι ψυχολόγοι έχουν τις απαντήσεις σε πολλά σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη συμπεριφορά. Δουλειά τους είναι να βρουν τι να ρωτήσουν.
Αφού χρησιμοποίησαν την ερώτηση του Φρόιντ ως έμπνευση και χρειάστηκαν μια δεκαετία για να ανατρέξουν στα δεδομένα των 2.322 συμμετεχόντων, ανέφεραν πρόσφατα τα αντιφατικά και προκλητικά ευρήματά τους σχετικά με την επιτυχία.
Μην ανησυχείτε
«Δεν μας κάνει δυστυχισμένους», είπε ο Δρ Λουμπίνσκι. «Οι άνθρωποι που επιλέγουν να έχουν μεγάλη επιτυχία στην καριέρα τους δεν πρέπει να ανησυχούν ότι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο να πάθουν ιατρική ή ψυχολογική βλάβη».
Αυτό μπορεί να ακούγεται αυτονόητο σε οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Φρόυντ. Φυσικά η επιτυχία δεν μας κάνει δυστυχισμένους! Αλλά αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πόσο αντιφατικό είναι στην πραγματικότητα.
Κανείς δεν θα περιέγραφε μια εποχή πολέμου, πανδημιών και οικονομικής δυσπραγίας ως ευχάριστη. Ζούμε σε μια εποχή που οι δισεκατομμυριούχοι που θα μπορούσαν να ταξιδεύουν με τα γιοτ τους ευτυχισμένοι μακριά από τον κόσμο έχουν μεταμορφωθεί σε ωρυόμενους μανιακούς στα social media. Εάν η επιτυχία καθοδηγείται από την έλλειψη ικανοποίησης, τότε είναι πολλοί αυτοί που δεν ικανοποιούνται από την επιτυχία τους. Και αυτό είναι πιο βασανιστικό από την αποτυχία.
Ίσως να το έχετε νιώσει και εσείς οι ίδιοι. Το πιο πιθανό είναι ότι μπορείτε να φέρετε κατά νου κάποιον που αγωνιά υπαρξιακά, παρά το γεγονός ότι πήρε προαγωγή ή έκανε μια περιουσία ή σχεδίασε μια αιματηρή δολοφονία για να γίνει βασίλισσα της Σκωτίας (σ.σ. Λαίδη Μάκβεθ).
Είναι ένα περίεργο φαινόμενο της σύγχρονης ζωής: Ξεχωρίζουν περισσότερο οι πολύ πετυχημένοι και όσοι διατυμπανίζουν τη μιζέρια τους και όχι εκείνοι που παραδέχονται ότι είναι ικανοποιημένοι.
Έτσι λειτουργεί ο ανθρώπινος νους. Βλέπουμε εξαιρέσεις και τις κάνουμε κανόνες. Παίρνουμε αποσπασματικές πληροφορίες και από αυτές βγάζουμε σαρωτικά συμπεράσματα, όπως ένα άλλο ζευγάρι ψυχολόγων, ο Ντάνιελ Κάνεμαν και ο Έιμος Τβέρσκι, ανακάλυψε στο πρωτοποριακό τους έργο για την κρίση και τη λήψη αποφάσεων.
Όμως, οι προσεκτικές αναγνώσεις χαρακτήρων του Σαίξπηρ και συναρπαστικές ανεκδοτολογικά περιστατικά μεταμφιεσμένα σε επιστημονικές αποδείξεις δεν συνάδουν με τα βουνά δεδομένων – και η Μελέτη Νεαρών Ατόμων με Πρώιμη Ανάπτυξη στα Μαθηματικά είναι το αντίστοιχο Έβερεστ.
«Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη μελέτη του είδους της», δήλωσε ο Φρανκ Γορέλ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ και πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχολογικής Εταιρείας.
Μια διαχρονική μελέτη παρακολουθεί τους ανθρώπους και τους παράγοντες που τους επηρεάζουν κατά την πάροδο του χρόνου. Ίσως η πιο διάσημη τέτοια επισκόπηση δεν θα μπορούσε να περιγραφεί με αυτούς ακριβώς τους όρους . Είναι μια σειρά ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 και παρακολουθεί την ίδια ομάδα Βρετανών από την ηλικία των 7 ετών («Seven Up!») κάθε επτά χρόνια μέχρι σήμερα («63 Up»). Στην πραγματικότητα αυτά τα ντοκιμαντέρ έχουν πολλά κοινά με την Μελέτη Νεαρών Ατόμων με Πρώιμη Ανάπτυξη στα Μαθηματικά.
«Εκτός από το ότι έχουμε περισσότερους συμμετέχοντες», είπε ο Δρ. Λουμπίνσκι.
Το έργο του ψυχολόγου Ντάνιελ Κάνεμαν κατέδειξε ότι όταν πρόκειται για κρίση και λήψη αποφάσεων, οι άνθρωποι είναι συχνά προκατειλημμένοι από τα πρώτα παραδείγματα που τους έρχονται στο νου.
Η Μελέτη Νεαρών Ατόμων με Πρώιμη Ανάπτυξη στα Μαθηματικά ξεκίνησε από τον ψυχολόγο ειδικευμένο σε θέματα εκπαίδευσης Τζούλιαν Στάνλεϊ, που πέθανε το 2005. Ακόμη και πριν το θάνατο του, η σύζυγοι – ερευνητές Δρ Λουμπίνσκι και Δρ Μπένμποου είχαν ήδη αναλάβει τη μελέτη. Είχαν κληρονομήσει τα στοιχεία για χιλιάδες ταλαντούχα άτομα που θεωρήθηκαν άξια παρακολούθησης για μισό αιώνα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες εντάχθηκαν στη μελέτη μεταξύ 1972 και 1983 με βάση τις βαθμολογίες τους στο SAT (σ.σ. εξετάσεις που απαιτούνται για εισαγωγή σε αμερικανικά ΑΕΙ), που σημαίνει ότι τα ταλαντούχα παιδιά που είχαν ενταχθεί στη μελέτη πριν ενηλικιωθούν, είναι πλέον πενηντάρηδες και εξηντάρηδες.
Τα άτομα κλήθηκαν πριν λίγο καιρό να ολοκληρώσουν τον τελευταίο γύρο ερευνών καθώς μπήκαν στη μέση ηλικία, επειδή οι ψυχολόγοι είχαν βρει πλέον την ερώτηση που ήθελαν να θέσουν: Υπάρχει σχέση μεταξύ επιτυχίας και δυστυχίας;
Εξετάζοντας εξονυχιστικά τη ζωή και τη σταδιοδρομία 1.826 ανθρώπων στην πρώτη τους μελέτη, χρησιμοποιώντας το εισόδημα ως τον πλησιέστερο δείκτη επιτυχίας, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο Φρόιντ είχε κάνει λάθος. Οι εξαιρετικά επιτυχημένοι δεν ήταν δυστυχισμένοι. Στην πραγματικότητα, αν μη τι άλλο, το αντίθετο: Ήταν πιο υγιείς και πιο χαρούμενοι από τους αποτυχημένους.
Κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα αναλύοντας τρεις ομάδες συμμετεχόντων στη Μελέτη και ταξινομώντας τους ανά φύλο και επίπεδα ικανότητας. Εξέτασαν τους μισθούς τους, τους γάμους, τα αισθήματα αυτοεκτίμησης, τις στάσεις για το γήρας, τα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας, τις ταξινομήσεις σε διάφορες κλίμακες που υπολογίζουν την ευημερία και 44 διαφορετικές καταστάσεις υγείας.
Οι συγγραφείς της εργασίας που δημοσιεύτηκε αυτόν τον μήνα στο επιστημονικό περιοδικό Perspectives on Psychological Science θα μπορούσαν να έχουν δημοσιεύσει τα αποτελέσματα αυτής της πρώτης μελέτης πριν από χρόνια. Δεν το έκαναν. Αντίθετα, ήθελαν να ελέγξουν τα δικά τους αποτελέσματα, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να βρουν μια άλλη ομάδα συγκρίσιμων ατόμων κοντά στα 50 τους χρόνια. Δεν θα χρειαζόταν να ψάξουν πολύ μακριά ή να περιμένουν πολύ. Περισσότερα δεδομένα ήταν ήδη καθ’ οδόν.
Σχεδόν σε κάθε μέτρηση που οι ψυχολόγοι μπορούσαν να σκεφτούν να κάνουν, δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ της επιτυχίας και της δυστυχίας των υποκειμένων.
Το επόμενο κύμα συμμετεχόντων στη Μελέτη επιστρατεύτηκε από τον Δρ Λουμπίνσκι και την Δρ Μπένμποου πριν από τρεις δεκαετίες, όταν τα υποκείμενα ήταν επίλεκτοι υποψήφιοι διδάκτορες στις επιστήμες στο Harvard, το Yale, το Princeton, το Stanford, το Caltech, το MIT και άλλα κορυφαία πανεπιστήμια.
Και αυτοί πήγαν κόντρα στον Φρόιντ. Σχεδόν με όποιες μεταβλητές οι ψυχολόγοι μπορούσαν να σκεφτούν να μετρήσουν – τη σωματική και ψυχική τους υγεία, την ποιότητα των σχέσεών τους, τη συνολική τους ικανοποίηση από τη ζωή – δεν υπήρχε σύνδεση μεταξύ της επιτυχίας και της δυστυχίας τους.
Οποιοσδήποτε ψυχολόγος μπορεί να δει πόσο διορατική είναι αυτή η διαχρονική μελέτη, αλλά υπάρχει και κάτι όμορφο στην εξέλιξη της. Αρχικά σχεδιάστηκε ως πείραμα εκπαιδευτικών παρεμβάσεων, αλλά εξελίχτηκε σε κάτι πιο βαθύ.
Όταν μίλησα με τον Δρ. Λουμπίνσκι, δεν μπόρεσα να αντισταθώ και έκανα μια προφανή ερώτηση. Η ομάδα του είχε μόλις ολοκληρώσει ένα έργο που βρισκόταν σε εξέλιξη για πολλά χρόνια. Πώς ένιωσε για αυτή την επιτυχία;
«Είμαι πολύ χαρούμενος», είπε.