Στην πραγματικότητα, μπορεί να χρειαστεί μια δεκαετία για την Ευρώπη να είναι σε θέση να αμυνθεί μόνη της χωρίς την αμερικανική βοήθεια
Η Ευρώπη, σήμερα, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή καθώς η στρατηγική της εξάρτηση από τις ΗΠΑ για πυρηνική αποτροπή και στρατιωτική ενίσχυση, που διαρκεί για δεκαετίες, φαίνεται να εισέρχεται σε μια περίοδο αβεβαιότητας.
Λίγες ώρες μετά τη νίκη του κόμματός του στις εθνικές εκλογές, ο Φρίντριχ Μερτς, ο πιθανός επόμενος ηγέτης της Γερμανίας, προχώρησε σε μια δήλωση-βόμβα στην κρατική τηλεόραση. Ο Ντόναλντ Τραμπ «δεν νοιάζεται και πολύ για την τύχη της Ευρώπης», είπε στους Γερμανούς, και η προτεραιότητα ήταν να «επιτευχθεί βήμα προς βήμα… η ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ». Αυτό δεν είναι ένας μακρινός στόχος. Είπε ότι δεν ήταν σίγουρος αν το ΝΑΤΟ θα εξακολουθεί να υπάρχει «στη σημερινή μορφή του» τον Ιούνιο, όταν οι ηγέτες θα συναντηθούν στην Ολλανδία, «ή αν θα πρέπει να δημιουργήσουμε μια ανεξάρτητη ευρωπαϊκή αμυντική ομπρέλα πολύ πιο γρήγορα».
Αν κάποιος χαρακτήρισε τότε τη δήλωση Μερτς υπερβολική, γράφει ο Economist, αποδείχτηκε γρήγορα το αντίθετο. Στις 24 Φεβρουαρίου, η Αμερική τάχθηκε στο πλευρό της Ρωσίας και της Βόρειας Κορέας καταψηφίζοντας ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που κατατέθηκε από τους ευρωπαϊκούς συμμάχους της, το οποίο κατηγορούσε τη Ρωσία για την εισβολή στην Ουκρανία. Στη συνέχεια, προώθησε το δικό της ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας με την υποστήριξη της Ρωσίας και της Κίνας, το οποίο καλούσε για μια «γρήγορη λήξη» του πολέμου, χωρίς να επαναλαμβάνει προηγούμενες εκκλήσεις για στήριξη στην εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας.
Ο Μερτς δεν είναι ο μόνος ένθερμος υποστηρικτής των διατλαντικών σχέσεων που εξετάζει ριζοσπαστικές ιδέες για το μέλλον του ΝΑΤΟ, ενόψει της επίθεσης του Ντόναλντ Τραμπ στη συμμαχία που διατηρούσε την ειρήνη στην Ευρώπη για σχεδόν οκτώ δεκαετίες. «Η αρχιτεκτονική ασφαλείας στην οποία η Ευρώπη βασιζόταν για γενιές δεν υπάρχει πια και δεν πρόκειται να επιστρέψει», γράφει ο Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, πρώην γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, σε ένα δοκίμιο για το The Economist. «Η Ευρώπη πρέπει να αποδεχτεί την πραγματικότητα ότι δεν είμαστε μόνο υπαρξιακά ευάλωτοι, αλλά και φαινομενικά μόνοι».
Στην πραγματικότητα, μπορεί να χρειαστεί μια δεκαετία για την Ευρώπη να είναι σε θέση να αμυνθεί μόνη της χωρίς την αμερικανική βοήθεια. Για να κατανοήσουμε την πρόκληση για την Ευρώπη, η συζήτηση θα πρέπει να στραφεί στην Ουκρανία. Οι ευρωπαϊκές χώρες συζητούν αυτή τη στιγμή την προοπτική μιας στρατιωτικής αποστολής στην Ουκρανία για την επιβολή μιας μελλοντικής συμφωνίας ειρήνης. Οι συνομιλίες, που διεξάγονται από τη Γαλλία και τη Βρετανία, προβλέπουν την αποστολή μιας σχετικά μικρής δύναμης, ίσως μερικών δεκάδων χιλιάδων στρατιωτών. Δεν θα αναπτυχθούν στο ανατολικό μέτωπο, αλλά σε πόλεις της Ουκρανίας, λιμάνια, πυρηνικούς σταθμούς και άλλες κρίσιμες εθνικές υποδομές, σύμφωνα με δυτικό αξιωματούχο.
Ωστόσο, το εγχείρημα παρουσιάζει τρία σοβαρά αδύνατα σημεία. Το πρώτο είναι ότι θα εξασθενίσει τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Υπάρχουν περίπου 230 ρωσικές και ουκρανικές ταξιαρχίες στην Ουκρανία, αν και οι περισσότερες με ελλιπή δύναμη. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες θα δυσκολευτούν να δημιουργήσουν έστω μία μάχιμη ταξιαρχία. Δεύτερον, θα δημιουργούσε σοβαρά κενά στην άμυνα της Ευρώπης. Για παράδειγμα, η βρετανική ανάπτυξη στην Ουκρανία θα απαιτούσε πιθανότατα μονάδες που προορίζονται για το ΝΑΤΟ, αφήνοντας κενά στα σχέδια της Συμμαχίας. Πάνω από όλα, οι Ευρωπαίοι παραδέχονται ότι οποιαδήποτε αποστολή θα απαιτούσε σημαντική αμερικανική υποστήριξη, όχι μόνο με τη μορφή συγκεκριμένων «ενισχυτικών» μέτρων, αλλά και την υπόσχεση υποστήριξης σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης.
Το γεγονός ότι η Ευρώπη θα δυσκολευόταν να δημιουργήσει μια ανεξάρτητη δύναμη επιπέδου ταξιαρχίας για την Ουκρανία καταδεικνύει την κλίμακα της πρόκλησης που περιγράφει το όραμα του Μερτς. Για να ευοδωθούν τα υπάρχοντα πολεμικά σχέδια του ΝΑΤΟ, με την Αμερική παρούσα, η Ευρώπη θα πρέπει να δαπανήσει το 3% του ΑΕΠ της για άμυνα, πολύ πάνω από τα σημερινά επίπεδα για τις περισσότερες χώρες. Η Βρετανία έκανε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση στις 25 Φεβρουαρίου, ανακοινώνοντας ότι θα αυξήσει τις δαπάνες φτάνοντας το 2,5% του ΑΕΠ της μέχρι το 2027, αλλά ακόμα και αυτό μπορεί να μην είναι αρκετό. Ο Μαρκ Ρούτε, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, φέρεται να προτείνει έναν στόχο της τάξεως του 3,7%. Ωστόσο, η κάλυψη των αμερικανικών ελλείψεων θα απαιτούσε οι δαπάνες να φτάσουν το 4% του ΑΕΠ και παραπάνω.
Η χρηματοδότηση αυτών των δαπανών θα ήταν ήδη αρκετά δύσκολη. Η Ευρώπη θα χρειαστεί να δημιουργήσει 50 νέες ταξιαρχίες, υπολογίζει το Bruegel, ένα think tank με έδρα τις Βρυξέλλες, πολλές από τις οποίες θα είναι «βαριές» μονάδες με τεθωρακισμένα, για να αντικαταστήσουν τους 300.000 Αμερικανούς στρατιώτες που εκτιμάται ότι θα αναπτύσσονταν στην ήπειρο σε περίπτωση πολέμου. Οι απαιτήσεις σε ανθρώπινο δυναμικό θα είναι απαγορευτικές, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκοί στρατοί δυσκολεύονται να στρατολογήσουν στρατιώτες ακόμα και για τα σημερινά μεγέθη τους.
Αυτοί οι αριθμοί είναι εκτιμήσεις. Η πρόταση του Bruegel ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί 1.400 άρματα μάχης για να αποτρέψει μια ρωσική επίθεση στις Βαλτικές χώρες αντικατοπτρίζει τα παραδοσιακά σενάρια σχεδιασμού. Παράλληλα, η ανάπτυξη αξιόπιστων στρατιωτικών δυνάμεων απαιτεί όχι μόνο μάχιμες δυνάμεις, αλλά και άλλες υποστηρικτικές. Η Ευρώπη διαθέτει αρκετές αεροπορικές δυνάμεις με πολλά σύγχρονα αεροσκάφη. Αλλά αυτά τα αεροσκάφη δεν διαθέτουν αποθέματα πυρομαχικών ικανά να καταστρέψουν αεροπορικές άμυνες εχθρού ή να πλήξουν μακρινούς στόχους στην ξηρά ή στον αέρα, εξηγεί ο Τζάστιν Μπρόνκ του Βασιλικού Ινστιτούτου Υπηρεσιών (RUSI). Ούτε οι πιλότοι τους και τα πληρώματα είναι εκπαιδευμένα επαρκώς. Μόνο μερικές αεροπορικές δυνάμεις, όπως εκείνες της Σουηδίας, έχουν την ικανότητα να διεξάγουν υψηλής έντασης εναέριο πόλεμο. Επιπλέον, ο ηλεκτρονικός πόλεμος ή η ικανότητα να βρίσκουν και να κατανοούν στόχους, «παρέχονται σχεδόν αποκλειστικά από τις ΗΠΑ», παρατηρεί ο κ. Μπρόνκ.
Ένα ακόμα εμφανές πρόβλημα είναι η διοίκηση και ο έλεγχος, δηλαδή οι θεσμοί και τα άτομα που συντονίζουν και ηγούνται μεγάλων στρατιωτικών σχηματισμών σε περιόδους πολέμου. Το ΝΑΤΟ διαθέτει ένα εκτεταμένο σύνολο αρχηγείων σε όλη την Ευρώπη, με την Ανώτατη Διοίκηση Συμμαχικών Δυνάμεων Ευρώπης (SHAPE) στο Μονς του Βελγίου να βρίσκεται στην κορυφή, της οποίας ηγείται ο Κρις Κάβολι, που είναι Αμερικανός.
Την ευρωπαϊκή τεχνογνωσία στη διοίκηση μεγάλων σχηματισμών την έχουν κατά κύριο λόγο οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αξιωματικοί, καθώς και οι δύο χώρες επιβλέπουν δύο «σώματα» του SACEUR, τα οποία είναι πολύ υψηλού επιπέδου αρχηγεία.
Ωστόσο, η Βρετανία, λέει, θα ήταν πιθανώς ανίκανη να διεξάγει μια πολύπλοκη αεροπορική επιχείρηση στην ίδια κλίμακα και ένταση με εκείνη του πολέμου του Ισραήλ από αέρος στη Γάζα και τον Λίβανο.
Αν οι Ευρωπαίοι καταφέρουν να δημιουργήσουν και να διοικήσουν τις δικές τους δυνάμεις, το επόμενο ερώτημα είναι αν θα μπορέσουν να τις τροφοδοτήσουν με πυρομαχικά. Η παραγωγή πυρομαχικών στην Ευρώπη έχει εκτοξευθεί τα τελευταία τρία χρόνια, αν και η Ρωσία, υποστηριζόμενη από τη Βόρεια Κορέα, παραμένει μπροστά. Υπάρχουν επίσης λίγοι προηγμένοι Ευρωπαίοι κατασκευαστές πυραύλων: η MBDA, μια πανευρωπαϊκή εταιρεία με έδρα στη Γαλλία, κατασκευάζει μερικούς από τους καλύτερους πυραύλους αέρος-αέρος στον κόσμο, τους Meteor. Η Γαλλία, η Νορβηγία και η Γερμανία κατασκευάζουν εξαιρετικά συστήματα αεροπορικής άμυνας. Η Τουρκία εξελίσσεται σε έναν σοβαρό παίκτη στη βιομηχανία άμυνας.
Από τον Φεβρουάριο του 2022 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2024, τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη προμηθεύτηκαν το 52% των νέων συστημάτων από την Ευρώπη και μόλις το 34% από την Αμερική, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (IISS). Ωστόσο, το 34% είναι κρίσιμο. Η Ευρώπη χρειάζεται την Αμερική για σύστημα πολλαπλών εκτοξευτών, πυραύλους μακράς εμβέλειας για αεράμυνα και αεροσκάφη stealth. Ακόμη και για απλούστερα όπλα, η ζήτηση ξεπερνά κατά πολύ την ικανότητα παραγωγής, και αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ευρωπαϊκές χώρες στρέφονται σε χώρες όπως η Βραζιλία, το Ισραήλ και η Νότια Κορέα για τεθωρακισμένα οχήματα και βλήματα πυροβολικού.
Το επίπεδο εξάρτησης από τις ΗΠΑ δεν είναι το ίδιο για όλες τις χώρες. Η Βρετανία, για παράδειγμα, έχει μεγαλύτερη εξάρτηση. Αν οι ΗΠΑ έκοβαν την πρόσβαση σε δορυφορικές εικόνες και άλλες γεωχωρικές πληροφορίες, όπως χάρτες εδάφους, οι συνέπειες θα ήταν σοβαρές. Ίσως ο κύριος λόγος που η Βρετανία χρειάστηκε την έγκριση των ΗΠΑ για να επιτρέψει στην Ουκρανία να εκτοξεύσει βρετανικούς πυραύλους Storm Shadow στη Ρωσία πέρυσι είναι ότι οι πύραυλοι αυτοί εξαρτώνται από τα αμερικανικά γεωχωρικά δεδομένα για αποτελεσματική στόχευση. Η Βρετανία θα έπρεπε να δαπανήσει δισεκατομμύρια για να παρακάμψει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ ή να στραφεί στη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά, η βρετανική σύνδεση με τις ΗΠΑ μπορεί επίσης να παρέχει πλεονεκτήματα.
Περίπου το 15% των εξαρτημάτων του αεροσκάφους F-35 που χρησιμοποιούν οι αμερικανικές και οι σύμμαχες δυνάμεις κατασκευάζονται στη Βρετανία, συμπεριλαμβανομένων εξαρτημάτων που είναι δύσκολο να αντικατασταθούν, όπως το κάθισμα εκτίναξης.
Επίσης, η Ευρώπη αντιμετωπίζει άλλη μια πρόκληση. Για 80 χρόνια, οι συμβατικές δυνάμεις της βρίσκονται υπό την προστασία της αμερικανικής πυρηνικής ομπρέλας. Αν η Ευρώπη είναι πραγματικά «μόνη», όπως ισχυρίζεται ο Ράσμουσεν και όπως φοβούνται πολλοί, τότε το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι οι αμερικανικές δυνάμεις που δεν θα πολεμήσουν για την Ευρώπη. Αλλά και η έλλειψη των αμερικανικών πυρηνικών όπλων, τόσο των στρατηγικών που φτάνουν βαθιά στη Ρωσία, όσο και των «υποστρατηγικών» που αναπτύσσει η Αμερική στην Ευρώπη για τις ευρωπαϊκές αεροπορικές δυνάμεις.
Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Μερτς έφερε αυτό το ζήτημα στο προσκήνιο. «Πρέπει να έχουμε συζητήσεις με τους Βρετανούς και τους Γάλλους—τις δύο ευρωπαϊκές πυρηνικές δυνάμεις», είπε, «για το αν η κοινή χρήση πυρηνικών όπλων, ή τουλάχιστον η πυρηνική ασφάλεια… θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε εμάς». Στην πράξη, η Βρετανία και η Γαλλία δεν μπορούν να αναπαράξουν την πυρηνική ασπίδα της Αμερικής πάνω από την Ευρώπη. Ένα πρόβλημα είναι το σχετικά μικρό μέγεθος των αποθεμάτων τους, περίπου 400 πυρηνικές κεφαλές, σε σύγκριση με περισσότερες από 1.700 αναπτυγμένες ρωσικές πυρηνικές κεφαλές. Οι Αμερικανοί ειδικοί για τα πυρηνικά θεωρούν ότι αυτός ο αριθμός είναι ανεπαρκής διότι η Ρωσία θα μπορούσε να περιορίσει τη ζημιά στα εδάφη της ενώ θα προκαλούσε μεγαλύτερη ζημιά στην Ευρώπη. Ο διπλασιασμός ή ο τριπλασιασμός του μεγέθους των αποθεμάτων της Αγγλο-γαλλικής συμμαχίας θα απαιτούσε πιθανότατα χρόνια και θα απαιτούσε χρήματα που χρειάζονται για την ανάπτυξη συμβατικών δυνάμεων. Στη Βρετανία, ο πυρηνικός αποτρεπτικός μηχανισμός απαιτεί ήδη το 1/5 της αμυντικής δαπάνης.
Ωστόσο, όλα αυτά προβλήματα, αλλά δεν είναι αξεπέραστα. Οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή πυρηνική αποτροπή μεταξύ των υπουργών Άμυνας της Ευρώπης έχουν αυξηθεί τους τελευταίους μήνες.
Η πυρηνική αποτροπή είναι και ένα ζήτημα βούλησης. Ο Πούτιν μπορεί να πάρει πιο σοβαρά τις απειλές από το Παρίσι ή το Λονδίνο παρά από την Ουάσιγκτον, υποστηρίζουν αναλυτές. Αυτά είναι τα ερωτήματα που απασχολούσαν τους Ευρωπαίους στοχαστές καθ’ όλη τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου· η επιστροφή τους σηματοδοτεί μια νέα και σκοτεινή περίοδο για την ήπειρο, σημειώνει ο Economist. «Αυτό», δήλωσε ο Μερτς στις 24 Φεβρουαρίου, «είναι πραγματικά πέντε λεπτά πριν τα μεσάνυχτα για την Ευρώπη».
Πηγή: skai.gr
Διαβάστε τις Ειδήσεις σήμερα και ενημερωθείτε για τα πρόσφατα νέα.
Ακολουθήστε το Skai.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
[Πηγή:]www.skai.gr