Η οικονομική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 14 Ιουλίου δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε αισιόδοξη. Ο τίτλος του δελτίου Τύπου για την ενδιάμεση οικονομική πρόβλεψη ήταν σαφής: «Ο πόλεμος της Ρωσίας επιδεινώνει την προοπτική».
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τον τίτλο: Η πρόβλεψη είναι για επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης που από 2,7% το 2022 αναμένεται να υποχωρήσει σε 1,5% το 2023, σε επίπεδο συνολικής ΕΕ. Για την Ευρωζώνη οι προβλέψεις είναι ελαφρώς χειρότερες με πρόβλεψη για ανάπτυξη σε 2,6% το 2022 και 1,4% για το 2023. Ο πληθωρισμός αναμένεται να κινηθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα με την πρόβλεψη να είναι για 7,6% στην Ευρωζώνη το 2022 και 8,3% σε όλη την ΕΕ, με την όποια υποχώρηση να μεταφέρεται στο 2023 όπου εκτιμάται ότι θα υποχωρήσεις στο 4% και το 6%.
Μόνο που αυτός ο συνδυασμός ανάμεσα σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης σε συνδυασμό με υψηλό πληθωρισμό έχει όνομα στην οικονομική ιστορία και μάλιστα ένα όνομα που παραπέμπει σε ιδιαίτερα προβληματική συνθήκη: στασιμοπληθωρισμός.
Πράγμα που σημαίνει ότι μέσα σε ένα πολύ σύντομο διάστημα η Ευρώπη πέρασε από το να αντιμετωπίζει τον αποπληθωρισμό ως βασικό σύμπτωμα, στον στασιμοπληθωρισμό ως κρίσιμο οικονομικό και σε τελική ανάλυση πολιτικό πρόβλημα. Θυμίζουμε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είχε έντονες αποπληθωριστικές τάσεις στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, κάτι που εξηγεί και την έμφαση τότε στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης και ξαναβρέθηκε σε συνθήκη αποπληθωρισμού εξαιτίας των πολιτικών για την πανδημία τον Αύγουστο του 2020.
Και η τελευταία φορά που είχαμε δυναμικές στασιμοπληθωρισμού ήταν στη μακρά κρίση της δεκαετίας του 1970 όταν οι κυβερνήσεις διαπίστωναν ότι η υποχώρηση των ρυθμών ανάπτυξης δεν μπορούσε να απαντηθεί με κλασικά «κεϋνσιανά» μέτρα, την ώρα που ο πληθωρισμός παρέμενε σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, διαμορφώνοντας ένα κλίμα κοινωνικής και πολιτικής κρίσης.
Βεβαίως, από τότε έχουν αλλάξει αρκετά πράγματα, κάτι που μάλλον κάνει και τη συνθήκη αρκετά δυσκολότερη. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 μπορούσε να αποδοθεί και στις αυξήσεις των μισθών και στην αυξανόμενη δημόσια δαπάνη (παρότι αρκετοί οικονομολόγοι αμφισβητούν αυτή τη σύνδεση), όμως στις μέρες μας είναι σαφές ότι τα επίπεδα και οι ρυθμοί αύξησης των μισθών στις αναπτυγμένες οικονομίες δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν παράγοντες που ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις.
Μόνο το σοκ του πολέμου;
Η ίδια έκθεση επιμένει στη σημασία του σοκ που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία και των ανοδικών πιέσεων που άσκησε στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων και των τροφίμων, τροφοδοτώντας μιας παγκόσμια άνοδο του πληθωρισμού.
Επισημαίνεται το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει ιδιαίτερα ευάλωτη στις εξελίξεις στις αγορές ενέργειας εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης που είχε από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Η πρόβλεψη, που ας μην ξεχνάμε έρχεται από έναν επίσημο ευρωπαϊκό φορέα και όχι ένα ερευνητικό ινστιτούτο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις για μια έξοδο από αυτή τη συνθήκη και πιο απαισιόδοξες – και πιθανώς πιο ρεαλιστικές – παραδοχές ότι όλα αυτά εξαρτώνται από τις εξελίξεις στον πόλεμο όπως και από μια πιθανή νέα έξαρση της πανδημίας, παράμετροι που και οι δύο θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις οικονομικές δυναμικές.
Ωστόσο, υπάρχει πάντα το ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό όλα αυτά οφείλονται απλώς και μόνο σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως είναι ο πόλεμος στην Ουκρανία ή εάν αντανακλούν πιο «δομικά» προβλήματα της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι οι συγκυριακοί παράγοντες απλώς φέρνουν στο προσκήνιο βαθύτερα προβλήματα όπως είναι οι συνεχιζόμενες παραλλαγές του «παράδοξου της παραγωγικότητας», δηλαδή η αδυναμία να υπάρξουν παρά τη μεγάλη εξάπλωση των νέων τεχνολογιών εκείνες οι μεγάλες αυξήσεις στην παραγωγικότητα που θα διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους χωρίς να χρειάζεται καταφυγή σε αυξήσεις των τιμών (μια που όπως αναφέραμε οι τρέχουσες αυξήσεις των τιμών δεν οφείλονται σε αύξηση του κόστους εργασίας) ή που θα ενσωμάτωναν πιο εύκολα εξωτερικά «σοκ» όπως αυτό των τιμών των καυσίμων.
Τα διλήμματα της χάραξης πολιτικής
Η συγκυρία αυτή δημιουργεί ένα ιδιαίτερα πιεστικό περιβάλλον για όσους χαράζουν πολιτική στην ΕΕ και την Ευρωζώνη.
Καταρχάς είναι μια μεγάλη πρόκληση για την ΕΚΤ που ενώ για καιρό ανησυχούσε για τον αποπληθωρισμό τώρα καλείται να τιθασεύσει τον πληθωρισμό με τρόπο που να μην οδηγεί σε ακόμη μεγαλύτερη επιβράδυνση την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε σημαντικό βαθμό η όποια αναπτυξιακή δυναμική στην Ευρώπη έχει στηριχτεί και σε όλο το φάσμα των παρεμβάσεων που είχαν υπάρξει το προηγούμενο διάστημα στην κατεύθυνση πρακτικών «ποσοτικής χαλάρωσης», με την ΕΚΤ να θέλει ταυτόχρονα να τις περιορίσει αλλά και διατηρήσει «εργαλεία» παρέμβασης όταν βλέπει τον κίνδυνο μεγάλης ύφεσης.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ΕΚΤ είναι αυτό που αντιμετωπίζουν όλες οι κεντρικές τράπεζες αντιμέτωπες με υψηλό πληθωρισμό. Εάν κανείς δεν διαλέξει μια κατεύθυνση τύπου Ερντογάν (χαμηλά επιτόκια με καλπάζοντα πληθωρισμό) τότε η «αντιπληθωριστική» πολιτική περνάει μέσα από την άνοδο των επιτοκίων και, από ένα σημείο και μετά, μια αύξηση της ανεργίας.
Όμως, υψηλά επιτόκια στην Ευρώπη θα μπορούσαν να οδηγήσουν αφενός σε ύφεση, αφετέρου σε ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του κόστους δανεισμού, κάτι που θα μπορούσε να πυροδοτήσει και δυναμικές κρίσεις χρέους (με πάγιο επίκεντρο των ανησυχιών την Ιταλία, που εκτός των άλλων βρίσκεται και πάλι σε δίνη πολιτικής κρίσης). Από την άλλη, χωρίς αύξηση των επιτοκίων υπάρχει κίνδυνος να συνεχιστεί η υποχώρηση της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου.
Ούτε είναι εύκολο να εφαρμοστούν «περιοριστικές» πολιτικές σε μια Ευρώπη που όλα δείχνουν ότι από όλο τον αναπτυγμένο κόσμο θα αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο κόστος από τη βίαιη απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και όπου θα υπάρχει μεγάλη κοινωνική πίεση να υπάρξουν κάθε λογής ενισχύσεις και ελαφρύνσεις.
Ούτε είναι εύκολο στην Ευρώπη, που δεν έχει μια συνθήκη απασχόλησης όπως αυτή των ΗΠΑ όπου η ανεργία είναι σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, να γίνει τόσο εύκολα αποδεκτή μια αύξηση της ανεργίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων.
Και βεβαίως δεν είναι εύκολα όλα αυτά σε μια Ευρώπη που είναι αντιμέτωπη με μια έρπουσα πολιτική κρίση, που παίρνει τη μορφή κυβερνήσεων χωρίς ισχυρή νομιμοποίηση, εύθραυστων κυβερνητικών συνασπισμών, και κοινωνιών που αναζητούν τρόπους να διοχετεύσουν τη δυσαρέσκειά τους.
Και όλα αυτά σε μια Ευρώπη που τα εκάστοτε whatever it takes μια αρνητική συγκυρία απαιτεί, τα αποφασίζει πάντα με σημαντική καθυστέρηση, πολλές διαπραγματεύσεις και όχι απαραίτητα την κλίμακα που απαιτείται…