Αντιμέτωπη ταυτόχρονα με την αύξηση του πληθωρισμού αλλά και με την αύξηση των spread και των ασφάλιστρων κινδύνου στις χώρες με αυξημένο χρέος, όπως η Ιταλία, η ΕΚΤ, που λίγο καιρό πριν είχε αναγγείλει ότι σταδιακά σταματάει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, καλείται να βρει τρόπους να συνεχίσει πρακτικές που συνδέθηκαν με την «ποσοτική χαλάρωση» χωρίς αυτό να υπονομεύσει την αντιπληθωριστική πολιτική.
Και αυτό γιατί η ΕΚΤ προσπαθεί να αποφύγει ταυτόχρονα την εκτίναξη του πληθωρισμού και τον κίνδυνο αποδιάρθρωσης της αρχιτεκτονικής του ευρώ μέσα από μεγάλες αποκλίσεις στα επιτόκια που δανείζονται οι χώρες, κάτι που ήδη από την εποχή του Μάαστριχτ είχε θεωρηθεί ως ο βασικός κίνδυνος για τη σταθερότητα του νομίσματος.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο και η σημαντική απόφαση της σημερινής συνεδρίασης της ηγεσίας της ΕΚΤ δεν ήταν μόνο αυτή που αφορούσε την άνοδο των επιτοκίων, που ήταν είχε προαναγγελθεί και ήταν αναμενόμενη – παρότι βέβαια έχει έναν συμβολισμό ότι πρακτικά η ΕΚΤ στη σύντομη ιστορία της δεν έχει εμπειρία διαχείρισης της αύξησης των επιτοκίων – αλλά και η απόφαση για το νέο «Εργαλείο Προστασίας Μετάδοσης».
Το εργαλείο αυτό, όπως λέει και το όνομά του, σκοπό έχει να κάνει μια ομαλή τη «μετάδοση» της νομισματικής πολιτικής, έτσι ώστε να μεταφέρεται με τον πιο ομαλό τρόπο σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Δηλαδή, να αποτρέψει τον κίνδυνο οι κεντρικές αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική και τα επιτόκια να μεταφράζονται σε πολύ διαφορετικές δυναμικές στις χώρες της ευρωζώνης, δηλαδή να υπάρχουν πολύ διαφορετικές αποδόσεις στα ομόλογα, εκτίναξη των spread όπως και αύξηση των ασφάλιστρων κινδύνου, ιδίως εάν αρχίσει να τίθεται θέμα βιωσιμότητα χρέους εξαιτίας της αύξησης του κόστους δανεισμού.
Whatever it takes αλλά με περιορισμούς
Το πρόβλημα είναι ότι στον πυρήνα του το εργαλείο είναι ένα πρόγραμμα αγοράς από την ΕΚΤ ομολόγων που εκδίδονται από κεντρικές και τοπικές κυβερνήσεις και άλλους δημόσιους φορείς.
Λειτουργώντας η ΕΚΤ ως ένας πάντα διαθέσιμος αγοραστής τέτοιων ομολόγων στη δευτερογενή αγορά περιορίζει τον κίνδυνο οι αποδόσεις των ομολόγων σε αυτή να διαμορφωθούν μόνο με όρους δυναμικής των αγορών (και του πώς βλέπουν οι αγορές την κατάσταση της οικονομίας και του χρέους των διαφορετικών χωρών της Ευρωζώνης), άρα τον κίνδυνο να υπάρχουν πολύ μεγάλες αποκλίσεις στις αποδόσεις και άρα εκτίναξη των spreads με όλα τα προβλήματα που αυτό συνεπάγεται για τη σταθερότητα του ίδιου του ευρώ.
Μόνο που ένα τέτοιο εργαλείο έχει στον πυρήνα του μια πρακτική που αναλογεί σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «ποσοτική χαλάρωση». Όμως, αυτή σχεδιάστηκε σε μια περίοδο που κατεξοχήν χαρακτηρίστηκε από αποπληθωριστικές τάσεις. Τώρα υποτίθεται ότι η ΕΚΤ και συνολικά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στρέφονται σε μια αντιπληθωριστική, δηλαδή περιοριστική πολιτική. Πώς μπορούν να συνδυαστούν οι διαφορετικές προτεραιότητες;
Η δυσκολία αποτυπώνεται στην ίδια την περιγραφή του «νέου εργαλείου». Καταρχάς η ΕΚΤ επιμένει ότι θα ενεργοποιείται μόνο σε περιπτώσεις που καταγράφονται αδικαιολόγητες και άτακτες δυναμικές στις αγορές, που αποτελούν απειλή για την μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλη την ευρωζώνη. Δηλαδή, αφορά έκτακτες περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες που επωφελούνται τηρούν το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, δεν είναι σε διαδικασία υπερβολικών ελλειμμάτων ή άλλων παραβιάσεων, θεωρούνται δημοσιονομικά βιώσιμες, έχουν βιώσιμο χρέος και τηρούν τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν με τα προγράμματα για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Από την άλλη έχει μια μεγάλη σημασία ότι δεν τίθενται εκ των προτέρων όρια στο μέγεθος των παρεμβάσεων που θα κάνει η ΕΚΤ. Ρητά αναφέρεται ότι η κλίμακα των αγορών ομολόγων θα εξαρτάται από τη σοβαρότητα των κινδύνων και δεν υπάρχει εκ των προτέρων περιορισμών στις αγορές.
Αυτό σημαίνει ότι εντός των προϋποθέσεων που ανακοινώθηκαν και που αποτυπώνουν την ύπαρξη αρκετών χωρών που θέλουν μια πιο σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική, η Κριστίν Λαγκάρντ εμμέσως πλην σαφώς λέει ότι είναι έτοιμη και για το δικό της whatever it takes κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν του Μάριο Ντράγκι στην προηγούμενη κρίση της ευρωζώνης. Ενδεικτικό και ότι έσπευσε να τονίσει ότι υπάρχει «ομοφωνία» ως προς το νέο εργαλείο στο εσωτερικό της ΕΚΤ.
Με το βλέμμα στην Ιταλία
Οι ανακοινώσεις αυτές σηματοδοτούν μια καμπή στην ιστορία της ΕΚΤ που καλείται να αντιμετωπίσει την έκρηξη του πληθωρισμού και έναν νέο γύρο αποκλίσεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Τα βλέμματα προφανώς και είναι στραμμένα προς την Ιταλία, μια χώρα που έχει ένα πολύ μεγάλο εξωτερικό χρέος (150% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021) και πλέον βρίσκεται σε ανοιχτή πολιτική κρίση, κάτι που αποτυπώθηκε και στο πώς αντιμετώπισαν οι αγορές το ιταλικό χρέος το τελευταίο διάστημα (με το spread σε σχέση με το δεκαετές γερμανικό ομόλογο να κινείται άνω των 240 μονάδων βάσης στις 21 Ιουλίου και μια αύξηση άνω του 60% σε σχέση με την αρχή της χρονιάς). Όμως, και άλλες χώρες αναμένεται να μπουν σε μια «ζώνη κινδύνου» με όλα τα προβλήματα που συνεπάγονται τέτοιες αποκλίσεις στις αποδόσεις ομολόγων και τελικά στο κόστος δανεισμού.
Μένει να δούμε εάν οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ θα έχουν ένα κατευναστικό αποτέλεσμα στις αγορές ή εάν όντως θα χρειαστεί να δοκιμαστεί η ετοιμότητά της να παρέμβει, αλλά και η κλίμακα των παρεμβάσεων που θα απαιτηθεί για να διατηρηθεί η σταθερότητα στην Ευρωζώνη.