Να μετακυλήσουν την αύξηση στην τιμή της ενέργειας στους καταναλωτές προέτρεψε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να ενθαρρύνουν την «εξοικονόμηση ενέργειας» και τη στροφή προς την πράσινη ενέργεια, προστατεύοντας παράλληλα τα φτωχότερα νοικοκυριά.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες έχουν προσπαθήσει να προστατεύσουν τα νοικοκυριά από την εκτίναξη του κόστους της ενέργειας με ελέγχους τιμών, μειώσεις φόρων και επιδοτήσεις, «θα πρέπει να επιτρέψουν η πλήρης αύξηση του κόστους των καυσίμων να περάσει στους τελικούς χρήστες για να ενθαρρύνουν την εξοικονόμηση ενέργειας και τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα», σημειώνει η υποδιευθύντρια στο ευρωπαϊκό τμήμα του ΔΝΤ, Όγια Κελάσουν.
Διαβάστε επίσης – Ενεργειακή κρίση: Στη κόψη του ξυραφιού η Ευρώπη
Η μη μετακύλιση στις τιμές λιανικής, όπως επισημαίνει το στέλεχος του Ταμείου, απλώς καθυστερεί την αναγκαία προσαρμογή στο ενεργειακό σοκ, μειώνοντας τα κίνητρα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας. Επιπλέον,διατηρεί την παγκόσμια ζήτηση ενέργειας και τις τιμές υψηλότερες από ό,τι θα ήταν διαφορετικά.
Παράλληλα το αυξανόμενο κόστος των μέτρων στήριξης συμπιέζει τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο των οικονομιών, καθώς οι υψηλές τιμές παραμένουν. Σε πολλές χώρες το κόστος θα ξεπεράσει το 1,5% της οικονομικής παραγωγής φέτος, κυρίως λόγω των ευρέων μέτρων καταστολής των τιμών.
Μέτρα για την ανακούφιση των ευάλωτων νοικοκυριών
Γράφοντας σε ανάρτηση στο blog του ΔΝΤ την Τετάρτη, η Κελάσουν πρόσθεσε ότι την ίδια στιγμή οι κυβερνήσεις θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή μέτρα ανακούφισης για τη στήριξη των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα, τα οποία είναι λιγότερο ικανά να αντιμετωπίσουν την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας.
Οι τιμές ενέργειας αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό σχεδόν 40% στην ευρωζώνη και 57% στο Ηνωμένο Βασίλειο, αντανακλώντας την εκτίναξη των τιμών χονδρικής πώλησης του φυσικού αερίου και του πετρελαίου μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτό σημαίνει ότι τα νοικοκυριά βλέπουν το διαθέσιμο εισόδημά τους να μειώνεται δραστικά. Iδιαίτερα για τα φτωχότερα νοικοκυριά, τα οποία δαπανούν μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων τους για ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ το μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό θα δει αύξηση περίπου 7% στο κόστος ζωής του φέτος σε σχέση με τις εκτιμήσεις στις αρχές του 2021. Αυτό αντανακλά την άμεση επίδραση των υψηλότερων τιμών της ενέργειας καθώς και τη μετακύλισή τους σε άλλα αγαθά και υπηρεσίες. Οι μεγάλες διαφορές στον αντίκτυπο μεταξύ των χωρών αντανακλούν τις διαφορετικές ρυθμίσεις, τις πολιτικές αντιδράσεις, τις δομές της αγοράς και τις πρακτικές σύναψης συμβάσεων. Η εκτίναξη του κόστους ζωής θα μπορούσε να επιδεινωθεί σε περίπτωση διακοπής των προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία.
Στοχευμένες πολιτικές ανακούφισης
Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στραφούν αποφασιστικά από τα μέτρα ευρείας βάσης σε στοχευμένες πολιτικές ανακούφισης, εξηγεί η Κελάσουν, συμπεριλαμβανομένης της εισοδηματικής στήριξης για τους πιο ευάλωτους. Για παράδειγμα, η πλήρης αντιστάθμιση της αύξησης του κόστους διαβίωσης για το κατώτερο 20% των νοικοκυριών θα κόστιζε στις κυβερνήσεις 0,4% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για ολόκληρο το 2022. Η πλήρης αντιστάθμιση του κατώτερου 40% θα κόστιζε 0,9 τοις εκατό του ΑΕΠ.
Ορισμένες κυβερνήσεις στηρίζουν επίσης τις επιχειρήσεις. Αυτό ενδείκνυται μόνο εάν μια βραχυπρόθεσμη αύξηση των τιμών θα οδηγούσε σε πτώχευση κατά τα άλλα βιώσιμες επιχειρήσεις. Μια σοβαρή περίπτωση στήριξης, όπως γράφει χαρακτηριστικά, θα ήταν εάν η Ευρώπη αντιμετώπιζε πλήρη διακοπή της ροής φυσικού αερίου και οι χώρες έπρεπε να χορηγήσουν προσωρινά δελτίο φυσικού αερίου στη βιομηχανία. Οι εταιρείες που διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εισαγωγή και διανομή ενέργειας μπορεί επίσης να χρειάζονται στήριξη όταν οι τιμές εκτοξεύονται.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, καταλήγει, ωστόσο, είναι δύσκολο να εφαρμοστεί ένα καλά στοχευμένο σύστημα στήριξης των επιχειρήσεων χωρίς να δημιουργηθούν στρεβλώσεις και να αμβλυνθούν τα κίνητρα για εξοικονόμηση ενέργειας. Δεδομένου ότι οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν υψηλές για αρκετά χρόνια, η περίπτωση στήριξης των επιχειρήσεων είναι γενικά αδύναμη.