Αγοράζουν φθηνότερα τρόφιμα, στρέφονται σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας που φέρουν το εμπορικό σήμα του λιανοπωλητή, τρώνε λιγότερο συχνά έξω, περιορίζουν τις δαπάνες σε διασκέδαση και ένδυση, ψωνίζουν σε φθηνά καταστήματα, χρησιμοποιούν λιγότερο τα αυτοκίνητά τους.
Ως τη «Μεγάλη Αβεβαιότητα» περιγράφει την κατάσταση σε σχετική έρευνα η McKinsey, διαπιστώνοντας ότι όλο και περισσότεροι Αμερικανοί «τρώνε από τα έτοιμα» -όσοι τουλάχιστον έχουν αποταμιεύσεις- για να καλύψουν τα καθημερινά έξοδα και βασικές ανάγκες.
Έτερες επιλογές; «Φορτώνουν» τις πιστωτικές κάρτες τους ή πληρώνουν το ελάχιστο ποσό σε λογαριασμούς -συσσωρεύοντας έτσι χρέος- ή βρίσκουν δεύτερη δουλειά για να ενισχύσουν το συρρικνούμενο εισόδημά τους.
Γενικότερα «πολλοί καταναλωτές αναζητούν φθηνότερες επιλογές για καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης ή/και αναβάλουν αγορές, ειδικά τις μη αναγκαίες και ακριβές», διαπιστώνει σε έρευνα η εταιρεία Morning Consult.
Μοιραία αυτή η αλλαγή στις καταναλωτικές τάσεις και συνήθειες επηρεάζει την αγορά του λιανεμπορίου: από κολοσσούς του κλάδου, μέχρι τα σούπερ μάρκετ της γειτονιάς.
Όλοι πλέον αναζητούν τρόπους να κάνουν πιο προσιτά τα προϊόντα στους πελάτες τους, προκειμένου να μην τους μείνουν απούλητα σε ράφια και αποθήκες.
«Σφιχτά» πορτοφόλια, μεγάλο απόθεμα
«Συν τω χρόνω βλέπουμε πιο έντονες μετατοπίσεις των καταναλωτών και μείωση των συναλλαγών», παρατηρεί σε ανάλυση των δεδομένων του δεύτερου τριμήνου ο Τζον Ρέινι, εκτελεστικός αντιπρόεδρος και οικονομικός διευθυντής της Walmart.
«Για παράδειγμα, αντί για αλλαντικά που πωλούνται σε υψηλότερες τιμές, οι πελάτες αυξάνουν τις αγορές χοτ ντογκ και κονσερβών τόνου ή κοτόπουλου», επισημαίνει.
Καθώς δε οι πωλήσεις προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας έχουν αυξηθεί στον μεγαλύτερο λιανοπωλητή στις ΗΠΑ, η εταιρεία προχωρά σε προσφορές για να ξεστοκάρει μέρος από το απόθεμα, περιορίζοντας αναγκαστικά τα περιθώρια κέρδους.
«Βλέπουμε πάντως ότι περισσότεροι αγοραστές μεσαίου και υψηλότερου εισοδήματος μας επιλέγουν», ανέφερε ο διευθύνων σύμβουλος της Walmart, Ντάγκλας ΜακΜίλον.
Κάτι βέβαια που, στην παρούσα φάση, σημαίνει πρακτικά ότι οι υψηλότερες τιμές και η διεύρυνση του πελατολογίου της αντισταθμίζουν εν μέρει τη μείωση των κερδών της εταιρείας.
Συνολικά για την λιανική αγορά αυτή είναι η τρίτη κατά σειρά δύσκολη χρονιά, για την οποία οι περισσότεροι έτρεφαν αρχικά -πλην φρούδες όπως προκύπτει τελικά- ελπίδες να… ρεφάρουν.
Πρώτα, ήταν το σοκ της πανδημίας και των lockdown. Έπειτα τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, που δημιούργησαν σοβαρές ελλείψεις σε προμήθειες. Τώρα ο πληθωρισμός αλλάζει και πάλι τους όρους στο «παιχνίδι».
«Έχουμε πετύχει το μεγαλύτερο μέρος της εκκαθάρισης του καλοκαιρινού εποχιακού αποθέματος, όμως συνεχίζουμε να επικεντρωνόμαστε στη μείωση της έκθεσης αλλού, όπως στα ηλεκτρονικά, στα είδη σπιτιού και στα αθλητικά είδη», τονίζει ο Τζον Ρέινι.
«Επίσης, ακυρώσαμε παραγγελίες δισεκατομμυρίων δολαρίων για να βοηθήσουμε στην ευθυγράμμιση των επιπέδων αποθεμάτων με την αναμενόμενη ζήτηση».
Όλοι στο «κυνήγι» των προσφορών
Η εικόνα δεν είναι διαφορετική σε άλλους κολοσσούς της λιανικής αγοράς των ΗΠΑ.
Παρά τις προσφορές, η Target έκλεισε το δεύτερο τρίμηνο με 1,5% περισσότερα αποθέματα από ό,τι είχε τρεις μήνες νωρίτερα και 36% από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Τα κέρδη της μειώθηκαν κατά 90%.
«Ένα αποδυναμωμένο μακροοικονομικό περιβάλλον, ο υψηλός πληθωρισμός και η μείωση των καταναλωτικών δαπανών έχουν ευρείες επιπτώσεις σε μεγάλο μέρος του λιανικού εμπορίου, ειδικά σε είδη που δεν είναι πρώτης ανάγκης», τονίζει η Μισέλ Γκας, διευθύνουσα σύμβουλος της Kohl’s, της μεγαλύτερης αλυσίδας πολυκαταστημάτων στις ΗΠΑ.
«Τα αποτελέσματα του δεύτερου τριμήνου της εταιρείας μας αντικατοπτρίζουν έναν πελάτη μεσαίου εισοδήματος, που έχει αποκτήσει μεγαλύτερη συνείδηση του κόστους και αισθάνεται μεγαλύτερη πίεση στον προϋπολογισμό του», υπογράμισε κατά την παρουσίαση των σχετικών στοιχείων.
«Ως εκ τούτου, βλέπουμε τους πελάτες να κάνουν λιγότερα ταξίδια για ψώνια, να ξοδεύουν λιγότερα ανά συναλλαγή και να στρέφονται σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας εστιάζοντας στο κόστος».
Όχι τυχαία άλλες εταιρείες που λειτουργούν ως outlet βλέπουν τις πωλήσεις τους να αυξάνονται ακόμη και σε εύπορες περιοχές, σε μια σαφή μεταστροφή της καταναλωτικής συμπεριφοράς.
Η τάση αυτή δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστη ούτε την εστίαση, ακόμη και τα fast foods, όπου το αυξανόμενο κόστος παραγωγής έχει οδηγήσει σε αύξηση τιμών και τους πελάτες, κυρίως με χαμηλό εισόδημα, να κυνηγούν τις προσφορές.
Προσώρας η πελατεία τους δείχνει να μην έχει μειωθεί αισθητά, καθώς το κόστος του φαγητού έξω έχει αυξηθεί λιγότερο από τις τιμές των προϊόντων στα καταστήματα τροφίμων. Τόσο, ώστε να καταγράφεται το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ τους στις ΗΠΑ από το 1979.
Ωστόσο, οι ποσότητες που καταναλώνονται μειώνονται, το ίδιο και τα χρήματα στο ταμείο. Σε κάθε περίπτωση, υπογραμμίζει η Morning Consult, «οι περισσότεροι ενήλικες στις ΗΠΑ εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το μαγείρεμα στο σπίτι εξοικονομεί χρήματα». Αρκεί βέβαια να μην εκτοξευτούν οι τιμές τροφίμων και ενέργειας σε ακόμη μεγαλύτερα ύψη…
Επιμύθιο
Κατά πολλούς αναλυτές, η κατάσταση φαντάζει πια με φαύλο κύκλο.
«Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ανησυχία για τον πληθωρισμό κλιμακώνεται», επεσήμανε σε πρόσφατη έκθεση η Deloitte, και «οι οικονομικές διαθέσεις των καταναλωτών στέλνουν σήματα κινδύνου».
Ως ίσως το πιο σημαντικό, ανέφερε, είναι ότι «οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι εταιρείες είναι ληστρικές, χρησιμοποιώντας τη συγκυρία ενός ιστορικού πληθωρισμού για να αυξήσουν τις τιμές πέρα από το δικό τους αυξανόμενο λειτουργικό κόστος».
«Η εμπιστοσύνη διαβρώνεται και είναι πιθανό να έχει κόστος», προειδοποιούσαν οι συντάκτες της. Ανεξαρτήτως εάν εταιρείες επιβάλουν πράγματι ή όχι αθέμιτες τιμές, τόνιζαν εμφατικά, πλέον «αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο κόσμος πιστεύει ότι συμβαίνει. Και αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λάβουν υπόψη οι επιχειρήσεις»…