Παγιδευμένη σε ακρίβεια διαρκείας βρίσκεται η Ελλάδα, όπως και όλη η Ευρώπη, με την μείωση του πληθωρισμού– κάτω από το 3% – να συμβαίνει από το 2024. Αυτό σημαίνει πως για περίπου 2 έτη τα ελληνικά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι αντιμέτωπα με υψηλές τιμές, ανεβάζοντας έτσι αρκετά τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Ακόμα και μετά το 2024, όπου ο δείκτης τιμών καταναλωτή θα υποχωρήσει στα επίπεδα του 2,4% (φθινοπωρινές προβλέψεις Κομισιόν), ο δείκτης τιμών καταναλωτή δεν θα φτάσει ξανά τα πολύ χαμηλά επίπεδα του μετα covid ετους, δηλαδή του 2021 (1%).
Οι αυξήσεις των μισθών θα παραμείνουν κάτω από τον πληθωρισμό, το οποίο είναι ένα πρόβλημα σχεδόν για όλες τις χώρες στην ΕΕ, αλλά για διαφορετικούς λόγους στην κάθε μία. Οι κίνδυνοι, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, είναι για την Ευρώπη, είναι πρώτον, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης και ο δεύτερος είναι ο σπειροειδής αυξανόμενος πληθωρισμός. Η περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού θα έβλαπτε επίσης τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Από το 10% το 2022, στο 2,4% το 2024
Ο μέσος όρος του πληθωρισμού κατά την 5ετία 2014-2018 ήταν στο -0,1%, το 2019 διαμορφώθηκε στο 0,5%, το 2020 ( με υγειονομική κρίση) έφτασε στο -1,3%. Σύμφωνα, επίσης, με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο πληθωρισμός πέριξ του 2% ήταν το 2011. Ο πληθωρισμός τον Ιανουάριο του 2022 εκτινάχθηκε για πρώτη φορά στο 6,2%, σε υψηλό επίπεδο από το 1997. Το προηγούμενο υψηλό ήταν το 2010 όταν είχε φτάσει στο 5,2%. Πλέον, ο πληθωρισμός τον Οκτώβριο του 2022 επέστρεψε στο 9% και σε μονοψήφιο ποσοστό αύξησης, ύστερα από έξι μήνες διψήφιας μεταβολής.
Μπορεί όμως η αποκλιμάκωση -από το 12% του Σεπτεμβρίου- να οφείλεται στη μείωση των τιμών της ενέργειας (-50% το φυσικό αέριο), όμως οι τιμές σε βασικά τρόφιμα “χτυπούν” κόκκινο. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές των τροφίμων «τρέχουν» με μεγάλους ρυθμούς. Οι τιμές σε γαλακτοκομικά και τα αυγά αυξήθηκαν με 24,2%, με 19,3% ψωμί και δημητριακά, κρέατα με 17,3%, είδη ενδιάμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού με 16,1%. Από τη σύγκριση του Γενικού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του μηνός Οκτωβρίου 2022 με τον αντίστοιχο Δείκτη του Οκτωβρίου 2021 προέκυψε αύξηση 9,1% έναντι αύξησης 3,4% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 με το 2020.
Στοιχειώνει το φάντασμα του πληθωρισμού, άλμα για το ελληνικό ΑΕΠ
Η Κομισιόν, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Κομισιόν, προβλέπει για την Ελλάδα άλμα του πληθωρισμού στο 10% εφέτος και σε 6% το 2023. Παράλληλα, εκτοξεύει την φετινή ανάπτυξη στο 6% ( από πρόβλεψη 4% τον Ιούλιο). Η Ελλάδα αποφεύγει το αγκάθι της ύφεσης το 2023, αν και η ελληνική οικονομία κατεβάζει ρυθμούς το επόμενο έτος στο 1%. Οι εκτιμήσεις για τον δείκτη τιμών καταναλωτή είναι υψηλότερες σε σχέση με την καλοκαιρινή έκθεση της Επιτροπή, όπως επίσης και από το 8,8% του κρατικού προϋπολογισμού.
Το φάντασμα του πληθωρισμού παραμένει σε όλη την Ευρώπη έως το 2024, όπου στην Ελλάδα θα προχωρήσει στο 2,4% και στην Ευρώπη στο 3% (από 7% το 2023). Πάντως, την επόμενη χρονιά, όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες οικονομίες παγιδεύονται σε κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, με υψηλό πληθωρισμό (7%) και οριακή μεγέθυνση μόνο (0,3%). Μάλιστα η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης εισέρχεται σε ύφεση το 2023 (-0,6%). Στην έκθεση, για όλη την Ευρώπη, εκπέμπεται ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός αβεβαιότητας και η μεγαλύτερη απειλή προέρχεται από πιθανές δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά φυσικού αερίου και από τον κίνδυνο ελλείψεων, ειδικά τον χειμώνα του 2023-2024.
Αυξήσεις μισθών κάτω από τον πληθωρισμό
Κληθείς να σχολιάσει την πρόβλεψη της Επιτροπής ότι οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα θα παραμείνουν κάτω από τον πληθωρισμό, ο Ευρωπαίος Επιτροπος Πάολο Τζεντιλόνι παρατήρησε ότι αυτό είναι ένα πρόβλημα σχεδόν για όλες τις χώρες στην ΕΕ, αλλά για διαφορετικούς λόγους στην κάθε μία. Οι μισθοί αυξάνονται πιο γρήγορα σε σχέση με τα τελευταία χρόνια, όμως η αύξηση αυτή δεν καλύπτει την αύξηση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της καταναλωτικής ισχύος, τόνισε ο Επίτροπος Οικονομίας. Όπως είπε, έχουμε δύο κινδύνους μπροστά μας: Ο ένας είναι η απώλεια της αγοραστικής δύναμης και ο δεύτερος είναι ο σπειροειδής αυξανόμενος πληθωρισμός. Η περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού θα έβλαπτε επίσης τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, παρατήρησε ο κ. Τζεντιλόνι, τονίζοντας ότι χρειάζεται μια ισορροπία. «Δεν μπορούμε να δεχτούμε μια δραματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης και θα πρέπει να αποφύγουμε αυτό το σπιράλ πληθωρισμού-μισθών», τόνισε.
Σύμφωνα με μελέτη που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ η ακρίβεια επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών. Από τον Απρίλιο του 2022, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα βρίσκεται στο 19%. Για τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσεται η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, δηλαδή με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως και 40%. Για εισοδήματα 751-1.100 ευρώ η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι υψηλή στο 9% έως 14%. Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα.
Ανησυχία για τα «κόκκινα δάνεια»
Πρόσφατη έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αναφέρει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις, η αύξηση της αβεβαιότητας που περιβάλλει τις εξελίξεις σε γεωπολιτικό και ενεργειακό επίπεδο καθώς και η συνακόλουθη ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Η αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, η μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, αλλά και το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης των επενδύσεων, λειτουργούν ως αντίρροπες δυνάμεις στην ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών και διαμορφώνουν προοπτικές για χαμηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις που τον περιβάλλουν.
Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα. Η σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ έχει μειώσει αισθητά το δείκτη ΜΕΔ (Ιούνιος 2022: 10,1%), εντούτοις οι ενέργειες των τραπεζών θα πρέπει να συνεχιστούν προκειμένου να επιτευχθεί σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπρόσθετα, η επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών επιτείνει την αβεβαιότητα σχετικά με την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες ενδέχεται να αντιμετωπίσουν εκ νέου επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού τους με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ.