Εάν κανείς κοιτάξει την παγκόσμια δημόσια σφαίρα θα διαπιστώσει μια εναγώνια αναζήτηση για κάποια νέα που να μπορούν να εμπνεύσουν με αισιοδοξία. Από την μικρότερη του αναμενόμενου αύξηση του πληθωρισμού σε κάποια οικονομία μέχρι τη διαπίστωση ότι αυτή τη στιγμή οι τιμές του φυσικού αερίου παραμένουν χαμηλότερες από τα επίπεδα προηγούμενων αρνητικών σεναρίων, τα παραδείγματα αναζήτησης «θετικών ειδήσεων» είναι αρκετά.
Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση τα πράγματα δεν είναι τόσο καλά. Αυτό έχει να κάνει με το συνδυασμό ανάμεσα σε μια σειρά από δομικές τάσεις που διαπερνούν αυτή τη στιγμή την παγκόσμια οικονομία.
Ο πληθωρισμός ήρθε για να μείνει
Η πιο οδυνηρή διαπίστωση είναι ότι πλέον κανείς δεν πιστεύει ότι ο υψηλός πληθωρισμός είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο που σύντομα θα αντιστραφεί. Αυτή ήταν η αντίδραση όταν πρωτοξεκίνησε η ανοδική τάση του πληθωρισμού, τότε που πολλοί υποστήριξαν ότι ήταν απλώς το προσωρινό αποτέλεσμα του τρόπου που «άνοιγαν» ξανά οι οικονομίες ύστερα από την περίοδο των λοκντάουν, υπήρχε μια απότομη αύξηση της ζήτησης, η προσφορά δεν μπορούσε άμεσα να ανταποκριθεί και το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των τιμών.
Τώρα αποδεικνύεται ότι υπάρχει μια πιο δομική διάσταση στον πληθωρισμό, που κυρίως έχει να κάνει με την προσφορά, τα προβλήματα στην οργάνωση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προσπαθούν να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια λειτουργικών κερδών μέσα από συνεχείς αυξήσεις των τιμών.
Όμως, ο πληθωρισμός δημιουργεί πλήθος προβλήματα και αποτελεί και παράγοντα που υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, καθώς λειτουργεί και ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως στην Ευρώπη ήδη η «κρίση του κόστους ζωής» αποτελεί σημαντική παράμετρο κοινωνικής δυσαρέσκειας και συχνά πολιτικής κρίσης.
Η άνοδος των επιτοκίων
Μια βασική παρενέργεια του υψηλού πληθωρισμού είναι ότι πιέζει τις κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σε μια αντιπληθωριστική πολιτική και αυτό κατεξοχήν σημαίνει, μια πολιτική υψηλότερων επιτοκίων.
Αυτό συμβαίνει γιατί είναι βαθιά ριζωμένη η πεποίθηση ότι ο μόνος τρόπος να υποχωρήσει ο πληθωρισμός είναι οι κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν τα επιτόκια, άρα να γίνει πιο ακριβό και το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, άρα αυτές να αναγκαστούν να περιορίσουν το προσωπικό τους και να μην προχωρήσουν σε μεγάλα επενδυτικά ανοίγματα, τη ώρα που και τα νοικοκυριά θα πάρουν λιγότερα καταναλωτικά δάνεια. Όλα αυτά θα οδηγήσουν και σε μείωση της ζήτησης και άρα σε υποχώρηση των τιμών.
Μικρή σημασία έχει ότι η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού δεν προέρχεται από τη ζήτηση, για τις κεντρικές τράπεζες είναι πρακτικά αδύνατο να αποφύγουν μια πολιτική αύξησης των επιτοκίων.
Όμως, τα υψηλά επιτόκια έχουν μια επίδραση επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, ενώ έχουν το επιπλέον πρόβλημα να «τραβούν» κεφάλαια από την περιφέρεια προς το αναπτυγμένο κέντρο, ενώ παράλληλα αυξάνουν και το κόστος εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους αρκετών χωρών.
Οι εκρηκτικές αντιφάσεις των αγορών ομολόγων
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε συνειδητοποιήσει, μέσα από διαδοχικά σοκ, τα προβλήματα που υπάρχουν με διάφορες αγορές που έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε «φούσκες». Το είδαμε με διάφορες παραλλαγές χρηματιστηριακών φουσκών στις αρχές του αιώνα, το είδαμε με τις αγορές τιτλοποιημένου ιδιωτικού χρέους που οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers, το είδαμε με τις αγορές ενέργειας, το είδαμε πολύ πρόσφατα με τις αγορές κρυπτονομισμάτων. Και το βλέπουμε ουσιαστικά με τις αγορές ομολόγων, με πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα τα όσα έγιναν στη Μεγάλη Βρετανία που οδήγησαν και στην κατάρρευση και της κυβέρνησης της Λιζ Τρας.
Το πρόβλημα με τα ομόλογα είναι μεγάλο, γιατί ενώ παραδοσιακά αποτελούσαν το σίγουρο θεμέλιο ενός καλού χαρτοφυλακίου, πλέον αντιμετωπίζονται περισσότερο ως βάση για το ξεδίπλωμα ιδιαίτερα επιθετικών πρακτικών αγορών, που έχουν τον κίνδυνο εάν αλλάξει μια παράμετρος, θα οδηγήσουν σε σοβαρή κρίση ρευστότητας με αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας.
Η ανοιχτή πρόκληση της υποχώρησης της παραγωγικότητας
Ένας από τους «ελέφαντες στο δωμάτιο» είναι η τρέχουσα εκδοχή του «παράδοξου της παραγωγικότητας», το γεγονός δηλαδή ότι στον αναπτυγμένο κόσμο οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας είναι μικρότεροι σε σχέση με προηγούμενες ιστορικές περιόδους παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Αυτό έχει να κάνει με διάφορες παραμέτρους, όπως την αυξημένη βαρύτητα των υπηρεσιών, όπου η εργασία δεν μπορεί τόσο εύκολα να αντικατασταθεί από μηχανικές λειτουργίες, ή το γεγονός ότι αρκετές ψηφιακές τεχνολογικές εξελίξεις δεν σημαίνουν απαραίτητα ότι παράγουμε περισσότερο όγκο αγαθών με μικρότερη εργασία.
Όμως, αυτό που μετράει είναι ότι μια οικονομία χωρίς τομές στην παραγωγικότητα είναι μια οικονομία χωρίς μεγάλες δυνατότητες διεύρυνσης της κερδοφορίας με όρους παραγωγής. Την ίδια στιγμή συχνά οι επιχειρήσεις αυξάνουν περισσότερο τα συνολικά τους κέρδη μέσα από τοποθετήσεις στη χρηματοικονομική σφαίρα, με όλο τον κίνδυνο από «απότομες» διορθώσεις.
Αυτό γεννά τον κίνδυνο μιας νέας στασιμότητας που θα επιτείνει το φαινόμενο που καταγράφηκε μετά την κρίση του 2008 όταν η ανάκαμψη ήταν γενικά αναιμική.
Οι νέες γεωπολιτικές διαιρέσεις
Σε όλες αυτές τις αντιθέσεις έρχονται να προστεθούν και νέες γεωπολιτικές διαιρέσεις. Ανεξαρτήτως της έκβασης της σύγκρουσης στην Ουκρανία, είναι σαφές ότι για παράδειγμα οι κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία θα διατηρηθούν και θα συνεχίσουν να επηρεάζουν πλευρές της παγκόσμιας οικονομίας. Το ίδιο ισχύει και για την προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε υψηλή τεχνολογία.
Και αυτές είναι αλλαγές που επηρεάζουν τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας, ακόμη και με τη μορφή «παρενεργειών» όπως το υψηλότερο κόστος ενέργειας. Πάνω από όλα ανοίγουν το ενδεχόμενο εκτεταμένων αναδιατάξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες που μπορεί και να σημαίνουν και μεγαλύτερα κόστη ή λιγότερες «ευκολίες» για ορισμένες από τις δυτικές πολυεθνικές.
Αυτό εξηγεί επίσης και την ταλάντευση ιδίως των ΗΠΑ ως προς τον βαθμό στον οποίο θα κλιμακώσουν ιδίως σε σχέση με την αντιπαράθεση με την Κίνα.
Οι νέες περιφερειακές δυναμικές
Η παγκοσμιοποίηση δεν έχει τελειώσει, αν και είναι ένα ανοιχτό ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό όντως υπήρξε, με τον τρόπο που «ιδεοτυπικά» παρουσιάστηκε συχνά στη σχετική συζήτηση. Όμως αυτό που καταγράφεται είναι μια αυξημένη τάση διαμόρφωσης περιφερειακών πόλων και δυνητικών ολοκληρώσεων. Αυτό είναι για παράδειγμα ιδιαίτερα έντονο και σε διάφορες μορφές στο ευρύτερο χώρο του Ινδοειρηνικού, ενώ ανάλογες δυναμικές καταγράφονται και αλλού. Υπάρχουν επίσης τα ανοιχτά ερωτήματα για την «ευρασιατική δυναμική». Την ίδια ώρα άλλοι πιο «παραδοσιακοί» πόλοι, όπως η Ευρώπη, συναντούν δυσκολίες εξαιτίας των γεωπολιτικών διαιρέσεων, κάτι που αποτυπώνεται και στην αντιφατική αναπτυξιακή τους δυναμική. Πάνω από όλα και εδώ το ενδεχόμενο ενός μεγαλύτερου κατακερματισμού γεννά ερωτήματα για τη συνολικότερη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας.
Το ανοιχτό ερώτημα για το κόστος της κλιματικής αλλαγής
Δεν είναι βέβαιο εάν θα μπορέσουμε να κάνουμε τα βήματα που απαιτούνται για τη συγκράτηση της κλιματικής αλλαγής. Για την ακρίβεια, πιο πιθανό είναι να αποτύχουμε ως προς τους στόχους που έχουν τεθεί.
Το σίγουρο είναι ότι η κλιματική αλλαγή ούτως ή άλλως γεννά μεγάλα κόστη. Είτε τα κόστη της «Πράσινης Μετάβασης» και τους τεράστιους πόρους που απαιτούνται, είτε τα τεράστια κόστη που θα κληθούν χώρες (αλλά και ασφαλιστικές εταιρείες) να καταβάλουν για τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό προστίθεται και το εάν θα υπάρξει τελικά και πίεση για σημαντικό περιορισμό δραστηριοτήτων που παίζουν ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, από τα αεροπορικά ταξίδια έως το αγροβιομηχανικό σύμπλεγμα γύρω από το κόκκινο κρέας. Αυτό σημαίνει ότι παρότι σημαντικές πλευρές της «Πράσινης Μετάβασης» φαντάζουν ως αφετηρίες για μια «πράσινη ανάπτυξη» (μεγάλες επενδύσεις, νέες τεχνολογίες, αναβάθμιση κλάδων όπως οι ΑΠΕ), εντούτοις είναι πιθανό η κλιματική αλλαγή να λειτουργήσει και ως «περιοριστικός» παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία.
Το ερώτημα της ύφεσης
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα πολύ πιο αντιφατικό τοπίο και μάλιστα σε βάθος χρόνου σε σχέση με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί και μια άλλη σημαντική παράμετρος που είναι η ίδια η «ωρίμανση» της κινεζικής οικονομίας. Ήδη η δεύτερη οικονομία του πλανήτη δεν συνεισφέρει με τους ίδιους εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης προηγούμενων δεκαετιών που την έκαναν να είναι «ατμομηχανή» της παγκόσμιας ανάκαμψης.
Και το ζήτημα είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με κάποιες συγκυριακές διακυμάνσεις αλλά με βαθύτερες αντιφάσεις και δυναμικές. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και εάν υπάρξουν συγκυριακές βελτιώσεις (από τις οποίες στον βραχύ χρόνο θα «αρπαχτούν» κράτη και επιχειρήσεις) το βάθος του χρόνου έχει την αναμέτρηση με σημαντικά προβλήματα και δύσκολα ερωτήματα.