Το μεγάλο ερώτημα της ημέρας είναι πως θα κλείσουν οι αγορές σήμερα (5.8.2024) το βράδυ στην Νέα Υόρκη. Οι προβλέψεις από τα Futures δείχνουν συνέχεια της πτώσης και αυτό συμβάλει αναμφίβολα στην «ζημιά» που συνεχίζεται τόσο στην Ασία, όσο και στην Ευρώπη.
Η αντίστροφη της πτώσης και των απωλειών στα χρηματιστήρια, προσέλκυση κεφαλαίων στα κρατικά ομόλογα και κυρίως στο δεκαετές αμερικανικό, λειτουργεί εν μέρη τα τελευταία 24ωρα σαν «φρένο» στην διολίσθηση του δολαρίου έναντι του γιέν, σε συνδυασμό με τις σιωπηρές «βοήθειες» από την Fed.
Όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου/γιεν από τα 161 γιεν ανά δολάριο βρέθηκε σε λίγες μέρες στα 142 γιεν και προκαλεί μια χωρίς προηγούμενο, από το 2011, αναστροφή της κίνησης κεφαλαίων διεθνώς.
Και συμπαρασύρει την αδύναμη Ευρωζώνη, καθώς αναιρεί όλες τις προϋποθέσεις που είχαν κάνει σταθερό και ασφαλή τρόπο επένδυσης το carry trade μεταξύ γιεν και δολαρίου και ευρώ.
Η πρόσφατη μετά από 16 ολόκληρα χρόνια αύξηση των επιτοκίων στο γιέν και η συνακόλουθη ανατίμησή του, έχει φέρει εκατοντάδες δισ. δολαρίων επενδύσεων αλλά και παραγώγων, σε αμερικανικές μετοχές και δημόσιο χρέος made in USA, σε απόλυτο αδιέξοδο.
Και αυτό γιατί αυτή ροή κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα, κατά βάση στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρωζώνη, είχε χρηματοδοτηθεί με μηδενικά επιτόκια/φθηνό γιέν και τώρα πρέπει να «καλυφθεί» ή να αναχρηματοδοτηθεί με υψηλότερα επιτόκια και (πολύ) ακριβότερο γιέν.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Το μεγαλύτερο «χτύπημα» που ενεργοποιεί τις βίαιες μετακινήσεις κεφαλαίων με ρευστοποιήσεις στις χρηματιστηριακές αγορές και απότομες αγορές στα ομόλογα, είναι η ολοένα και μεγαλύτερη βεβαιότητα που εμπεδώνεται από τις χρηματαγορές ότι η ύφεση στις ΗΠΑ είναι πλέον θέμα χρόνου. Και δεν μπορεί να αναβάλλεται για καιρό με εργαλείο τα δημοσιονομικά ελλείμματα που ήδη ξεπερνούν το 8% του ΑΕΠ και τροφοδοτούν ένα γιγάντιο χρέος 35 τρισ. δολάρια.
Οι αγορές «θυμούνται» τι έγινε το 1981 όταν οι ΗΠΑ επιχείρησαν να αναχαιτίσουν τον πληθωρισμό με ακραία αύξηση των επιτοκίων.
Τώρα αντίθετα από το 1981, η προεκλογική δημοσιονομική χαλάρωση της κυβέρνησης Μπάιντεν καθυστέρησε για πάνω από ένα χρόνο τον ερχομό της ύφεσης μετά την απότομη αύξηση των επιτοκίων από την Fed.
Τα στοιχεία όμως της προηγούμενης εβδομάδας υπενθύμισαν ότι τα πρώτα σημάδια ύφεσης είναι ήδη εδώ, ενώ παράλληλα η αποτελεσματικότητα των επενδυτικών προγραμμάτων (IRIS) της κυβέρνησης, για να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα όπως φάνηκε με την (χρηματοδοτημένη από την κυβέρνηση) Intel, είναι αμφίβολη ή για να το πούμε διαφορετικά έχει αρχίσει να… εξαντλείται.
Σ’ αυτό το περιβάλλον ήρθε σαν «πυροκροτητής» βίαιων κινήσεων στις ροές κεφαλαίων η αύξηση των επιτοκίων από την BoJ και η αναγκαστική αλλαγή στάσης από τους «παίχτες» του μεγαλύτερου επενδυτή σε αμερικάνικο χρέος, της Ιαπωνίας.
Αναμφίβολα στην Fed τέτοια ενδεχόμενα θα έχουν μελετηθεί και προβλεφθεί, αλλά είναι αμφίβολο το κατά πόσο μπορούν να ελεγχθούν σε διεθνές επίπεδο με το ανεξέλεγκτο βάθος «μόχλευσης» που έχει χτισθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ του τραπεζικού συστήματος και του σκιώδους χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το αποτέλεσμα των συνεπειών αυτής της υπόγειας και ανεξέλεγκτης αλληλοσύνδεσης το καταγράφει η δραματική πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών που είναι περισσότερο εκτεθειμένες σε τέτοια ανοίγματα…
To άρθρο Θα αναχαιτίσει η Wall Street την πτώση από το «τσουνάμι» Ιαπωνίας – Ευρώπης, ή θα το ακολουθήσει; δημοσιεύτηκε στο NewsIT .
[Πηγή:]www.newsit.gr