Σε ασφυκτικό κλοιό βρίσκεται η εστίαση με τις επιχειρήσεις του κλάδου να δίνουν μάχη για να συγκρατήσουν τις τιμές τους, καθώς ενέργεια και πρώτες ύλες έχουν αυξηθεί δραματικά. Ακόμα και οι δυνατότητες να επιτύχουν καλύτερες τιμές είναι περιορισμένες αφού και για τους προμηθευτές τους οι αλλαγές των τιμών είναι καθημερινό φαινόμενο.
«Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Τα κόστη έχουν πολλαπλασιαστεί και δεν υπάρχει η δυνατότητα για κανέναν προγραμματισμό», λέει ο πρόεδρος της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος και πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων Γιώργος Καββαθάς.
Διαβάστε επίσης: Αυξήσεις στον τζίρο καταλυμάτων και εστίασης τον Απρίλιο [Πίνακες]
Σύμφωνα με τον ίδιο οι δυνατότητες των επιχειρήσεων να αντιδράσουν στην ανατιμητική λαίλαπα είναι ελάχιστες και μόνο στο τέλος του έτους θα γίνει ταμείο με ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Αυτή τη στιγμή, όπως λέει, υπάρχουν εκδηλώσεις που έχουν κλειστεί και τιμολογηθεί από το περασμένο εξάμηνο, ωστόσο οι συνεχείς ανατιμήσεις σχεδόν σε καθημερινή βάση προκαλούν ζημίες.
Σε ανάλογο μήκος κύματος και ο γενικός γραμματέας της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατορικών και Συναφών Επαγγελμάτων, Γιώργος Κουράσης, ο οποίος σημειώνει πως σε αντίθεση με το 2021, όπου οι επιχειρηματίες απορρόφησαν πολύ μεγάλο μέρος των αυξήσεων από τις αρχές του 2022, η ενεργειακή κρίση άλλαξε τα δεδομένα και οι επιχειρηματίες αναγκάζονται να προχωρήσουν σε αυξήσεις έστω και χαμηλότερα σε σχέση με τις πιέσεις που δέχονται.
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Ενωσης Εστιατορίων και Συναφών Αττικής Ιωάννης Δαβερώνης επισημαίνει ότι παρά την αισιοδοξία που υπάρχει έπειτα από δύο χρόνια πανδημίας και περιορισμών το ανατιμητικό ράλι δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στην αγορά.
Αμεση εξόφληση
«Από τον περασμένο Σεπτέμβριο έχουμε τετραπλασιασμό του κόστους της ενέργειας για τις επιχειρήσεις. Στην εστίαση έρχονται λογαριασμοί υπέρογκοι που οι επιχειρηματίες αδυνατούν να πληρώσουν. Ταυτόχρονα και το κόστος των πρώτων υλών έχει αυξηθεί σημαντικά.
Για παράδειγμα, ένα δεκάλιτρο ηλιέλαιο που αποτελεί βασική πρώτη ύλη στην εστίαση κοστίζει 10 ευρώ και σήμερα η τιμή του κυμαίνεται από 28 έως και 32 ευρώ. Ανάλογες είναι και οι αυξήσεις σε νωπά προϊόντα. Ολα αυτά είναι ένα δύσκολο σταυρόλεξο που έχουν να επιλύσουν οι επιχειρηματίες της εστίασης, που τα τελευταία χρόνια έκαναν σημαντικά βήματα επενδύοντας στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών προς τους πελάτες τους»
Σύμφωνα με τον ίδιο, «μόνη λύση είναι η όσο το δυνατόν καλύτερη διαχείριση κόστους».
Αλλοι παράγοντες πάντως εξηγούν ότι και οι σχέσεις με τους προμηθευτές είναι πλέον δυσκολότερες αφού αρκετοί ζητούν ακόμα και άμεση εξόφληση των τιμολογίων ακόμα και σε συνεργασίες ετών. Μάλιστα η αναζήτηση καλύτερων τιμών μέσα από μαζικές αγορές φαντάζει αδύνατη για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις που δεν έχουν ρευστότητα, ενώ μόνο οι μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν κάτι καλύτερο αλλά και αυτό με περιορισμένο ορίζοντα.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις θεωρούν πως τα πλέον κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αύξησης των τιμών είναι η μείωση των ειδικών φόρων στην ενέργεια και τα καύσιμα (62,1%) και η μείωση του ΦΠΑ (57,5%).