Γιατί η «επενδυτική βαθμίδα» θα έρθει μετά τις εκλογές – Πώς οι παλινωδίες Λαγκάρντ τρομάζουν τις αγορές.
Η εκτόξευση του πληθωρισμού σε νέα υψηλά 40 ετών στις ΗΠΑ, 30 ετών στη Γερμανία και πολυετών υψηλών στην ευρωζώνη ενέτεινε τη «γερακίσια στροφή» των κεντρικών τραπεζών όσον αφορά την ταχύτητα ανόδου των επιτοκίων εκτοξεύοντας το κόστος δανεισμού σε όλον τον κόσμο, σηματοδοτώντας έτσι και το τέλος του φθηνού χρήματος που κυριάρχησε στις αγορές τα προηγούμενα χρόνια.
Το sell off (ξεπούλημα) στα ομόλογα της ζώνης του ευρώ έπληξε πάντως περισσότερο τις υπερχρεωμένες χώρες διευρύνοντας το χάσμα στο κόστος δανεισμού μεταξύ των κρατών-μελών. Τα spreads, δηλαδή η διαφορά της απόδοσης του ελληνικού και του ιταλικού 10ετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού – σημείο αναφοράς για τη ζώνη του ευρώ –, υπερδιπλασιάστηκαν στις 232 μονάδες βάσης και στις 170 μονάδες βάσης αντίστοιχα.
Eπανατιμολόγιση
Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου αναφοράς εκτινάχθηκε μάλιστα στο 2,62%, όταν μόλις τον περασμένο Αύγουστο σημείωνε ιστορικό χαμηλό στο 0,53%. Δηλαδή το κόστος δανεισμού της Ελλάδας για 10 χρόνια αυξήθηκε από τότε κατά 494%.
Για τις αγορές πρόκειται για μια επανατιμολόγιση του ρίσκου για τις υπερχρεωμένες χώρες, την ώρα που οι αμφιλεγόμενες δηλώσεις της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ εντείνουν τον προβληματισμό των επενδυτών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις τον Δεκέμβριο η Λαγκάρντ διαβεβαίωνε πως ο πληθωρισμός είναι προσωρινός, η ΕΚΤ θα αργήσει πολύ να αυξήσει τα επιτόκια και σε καμία περίπτωση το 2022, ενώ ειδικά για την Ελλάδα, μετά το τέλος του έκτακτου προγράμματος πανδημίας (PEPP) τον Μάρτιο, η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει ελληνικούς τίτλους, μέσω ευέλικτων επανεπενδύσεων των ομολόγων που λήγουν μέχρι το 2024 ή ακόμα και με επανενεργοποίηση του PEPP αν χρειαστεί.
Στις αρχές Φεβρουαρίου όμως τα πάντα άλλαξαν.
Η «γερακίσια στροφή» της οδήγησε τις αγορές χρήματος να τιμολογούν αυξήσεις επιτοκίων ως και 0,50% εφέτος, ενώ το κόστος δανεισμού των χωρών της ευρωζώνης εκτοξεύθηκε, πλήττοντας περισσότερο την Ελλάδα που δεν έχει ακόμη την «επενδυτική βαθμίδα», αλλά και την Ιταλία. Την περασμένη Δευτέρα ανέφερε πάλι ότι η σύσφιγξη της ΕΚΤ θα είναι «σταδιακή», ενώ υπαινίχθηκε ότι οι επανεπενδύσεις ομολόγων που λήγουν θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση οποιασδήποτε αύξησης του κόστους δανεισμού. Και αν ο Μάριο Ντράγκι το 2012 διέλυσε τις εικασίες των αγορών για διάλυση του ευρώ με την περίφημη φράση πως θα κάνει ό,τι χρειαστεί (whatever it takes), οι δηλώσεις Λαγκάρντ σήμερα ερμηνεύονται και ως ενδείξεις πανικού.
Στον αέρα
Ορισμένοι θυμήθηκαν ότι μια δήλωσή της, πως δεν είναι δουλειά της να ελέγξει τα spreads, οδήγησε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων από το 1% σε πάνω από το 4% μέσα σε λίγες ημέρες και χρειάστηκαν παρεμβάσεις (από ελληνικής πλευράς) ώστε να τα εντάξει τελικά στο έκτακτο πρόγραμμα πανδημίας, κάτι που ήταν και ο καταλύτης για την ανάκαμψη τύπου «V» της ελληνικής οικονομίας μετά την ύφεση του 2020, καθώς με βάση τις χειμερινές προβλέψεις της Κομισιόν η χώρα σημειώνει ανάπτυξη 8,5% το 2021 και 4,9% το 2022.
Ξαφνικά τα ελληνικά ομόλογα βρίσκονται μερικώς στον αέρα, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο το εύρος των αγορών ελληνικών αλλά και των ιταλικών τίτλων, τι θα γίνει πραγματικά αν υπάρξει ανάγκη επανεκκίνησης του PEPP, ή τι θα γίνει με τα collateral ως το 2024, ενώ δεν έχει ξεκαθαρίσει και ο κίνδυνος καταπτώσεων εγγυήσεων που δόθηκαν στο πλαίσιο της μείωσης των κόκκινων δανείων. Ετσι οι αγορές δοκιμάζουν σήμερα την αντίδραση της ΕΚΤ στη διενέργεια αγορών ομολόγων, με την περίφημη ευελιξία να δείχνει πως απουσιάζει.
Τα ταμειακά διαθέσιμα
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΟΔΔΗΧ, ο οποίος άντλησε ήδη 3 δισ. ευρώ μέσω νέου 10ετούς ομολόγου από τις αγορές εφέτος, ανεβάζοντας τα διαθέσιμα κοντά στα 40 δισ. ευρώ, θα περιμένει να ηρεμήσουν οι αγορές για να συνεχίσει το δανειακό πρόγραμμα των 12 δισ. ευρώ. Το πρόβλημα δεν έχει να κάνει με την άνοδο των αποδόσεων, καθώς η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους είναι μεταξύ των μεγαλυτέρων στον κόσμο, στα 20,5 χρόνια, ενώ το απόθεμα χρέους είναι σε σταθερό επιτόκιο (έχει «χετζαριστεί» με επιτόκιο μόλις 1,4%), περιορίζοντας τους κινδύνους από την αύξηση του κόστους δανεισμού.
Εξάλλου και το ταμειακό «μαξιλάρι» (των 40 δισ. ευρώ) επαρκεί για τρία χρόνια χωρίς να βγούμε στις αγορές, το οποίο (το μαξιλάρι) μεσοπρόθεσμα δεν θα μεταβληθεί ούτε και με την αποπληρωμή 7,1 δισ. ευρώ του ΔΝΤ και της διπλής δόσης του διμερούς δανείου που συνήψε η Ελλάδα με τις χώρες της ευρωζώνης (GLF).
Το θέμα είναι ότι με 85 δισ. ευρώ ελληνικά ομόλογα στην ελεύθερη αγορά (τα υπόλοιπα είναι στα χέρια των θεσμών), εκ των οποίων τα 70 δισ. ευρώ είναι «παρκαρισμένα» (ΕΚΤ, τράπεζες, ταμεία κ.τ.λ.) , η ρηχή ελληνική ομολογιακή αγορά μπορεί να γίνει έρμαιο των διακυμάνσεων ειδικά αν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη στάση της ΕΚΤ.
Η πρόκληση
Η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ελλάδα μετά και το τέλος της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) το 2022 είναι η δημοσιονομική προσαρμογή σε επίπεδα συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους, κάτι που θεωρείται μονόδρομος αν η χώρα θέλει να έχει βιώσιμο χρέος και να αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα. Οι εκπρόσωποι των δανειστών περιμένουν από την Ελλάδα να τηρήσει χωρίς αποκλίσεις τη μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος από το 6,5% του ΑΕΠ πέρυσι στο 1,4% του ΑΕΠ στο τέλος του χρόνου, ενώ η Κομισιόν αναμένεται πως θα διατηρήσει χαλαρούς τους κανόνες για το χρέος και το 2023.
Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί πως οι στόχοι θα επιτευχθούν, ενώ η έξοδος της χώρας από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας αναμένεται στο τέλος του Αυγούστου. Από εκεί και πέρα ξεκινά το τελευταίο στάδιο για την απόκτηση της «επενδυτικής βαθμίδας», αλλά αυτό σημαίνει πως ένας από τους οίκους DBRS, Fitch και Standard and Poor’s θα πρέπει να μας αναβαθμίσει δύο φορές ή η Moody’s τρεις φορές. Αν και αναμένονται αναβαθμίσεις από όλους τους οίκους, η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας προϋποθέτει να περάσουν μερικά τρίμηνα ώστε να αποδειχθεί ότι η οικονομία κινείται ικανοποιητικά μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία, αλλά με τον εκλογικό κύκλο μπροστά η αξιολόγηση «Investment Grade» αναμένεται για μετά τις εκλογές.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανέφερε τις προηγούμενες ημέρες πως το τελευταίο κομμάτι του παζλ το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε προκειμένου να πούμε ότι αφήσαμε οριστικά πίσω τη δεκαετή κρίση που τόσο μας ταλάνισε, κάτι που αποτελεί και εθνικό στόχο για την κυβέρνηση και για την πατρίδα, είναι η Ελλάδα να αποκτήσει την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023, με το πρώτο εξάμηνο να είναι ένας ρεαλιστικός στόχος. Αν ο Πρωθυπουργός έχει δίκιο, τότε μετά την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία στο τέλος του Αυγούστου η χώρα θα πρέπει να προετοιμαστεί για εκλογικές αναμετρήσεις (είτε όπως αναφέρουν ορισμένοι οι κάλπες στηθούν το φθινόπωρο είτε την άνοιξη).