Μια νέα πρωτεΐνη που εμπλέκεται σε διάφορες μορφές καρκίνου, φαίνεται ότι παίζει σημαντικό ρόλο και στη φλεγμονή που προκαλεί η ρευματοειδής αρθρίτιδα, κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στους ιστούς των αρθρώσεων του ίδιου του σώματος.
Οι επιστήμονες εντόπισαν ότι η πρωτεΐνη σουλφατάση-2, παίζει κρίσιμο ρόλο στις βλάβες που προκαλεί η νόσος, καθώς παρεμβαίνει στην έκφραση της φλεγμονής που προκαλεί ο παράγοντας νέκρωσης όγκων Α.
Η ανακάλυψη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature Cellular & Molecular Immunology, ρίχνει νέο φως στις μοριακές διεργασίες που πυροδοτούν τη φλεγμονή της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και θα μπορούσε κάποια στιγμή να οδηγήσει σε βελτιωμένη αγωγή κατά της νόσου, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει θεραπεία.
«Ο παράγοντας νέκρωσης όγκων-άλφα (TNF-α) είναι μία από τις κύριες φλεγμονώδεις πρωτεΐνες που καθορίζουν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και στοχεύεται από πολλές σύγχρονες θεραπείες. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου οι ασθενείς μπορούν να αναπτύξουν αντίσταση σε αυτά τα φάρμακα, οπότε αυτά να μην λειτουργούν πλέον. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο αναζητούμε φάρμακα τα οποία να στοχεύουν τη σηματοδότηση του TNF-α. Στην κατεύθυνση αυτή, η έρευνα αφορά κυρίως πρωτεΐνες με τις οποίες αλληλεπιδρά ο TNF-α, και οι οποίες μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο», δήλωσε ο εποπτεύων συγγραφέας και καθηγητής Φαρμακευτικής στο τμήμα Ρευματολογίας του Κολλεγίου του Washington State University στο Σιάτλ, Σαλαουντίν Άχμεντ.
Αν και οι σουλφατάσες όπως η σουλφατάση-2 έχουν μελετηθεί εκτενώς για το ρόλο τους σε διάφορους τύπους καρκίνου, ο Άχμεντ τόνισε ότι κανείς δεν εξέτασε πώς μπορεί να εμπλέκονται σε φλεγμονώδεις ή αυτοάνοσες ασθένειες όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Η ερευνητική ομάδα διερεύνησε αρχικά αυτήν την ιδέα χρησιμοποιώντας τα κύτταρα που ονομάζονται αρθρικοί ινοβλάστες, οι οποίοι επενδύουν και λιπαίνουν τις αρθρώσεις για να εξασφαλίσουν την κίνηση του υγρού.
«Στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, αυτά τα φυσιολογικά ήρεμα κύτταρα ενεργοποιούνται από τον TNF-α και άλλα φλεγμονώδη μόρια και παίρνουν αυτόν τον επιθετικό χαρακτήρα. Δεν πεθαίνουν όταν θα έπρεπε, αντίθετα πολλαπλασιάζονται με τρόπο που μοιάζει σχεδόν με όγκο, σχηματίζοντας αυτόν τον τεράστιο αρθρικό ιστό που δεν θα έπρεπε να φτάνει κάν σε αυτό το μέγεθος και ταυτόχρονα ενεργοποιούν πρωτεΐνες που καταστρέφουν τον χόνδρο και τα οστά», δήλωσε η πρώτη συγγραφέας Ρούμπι Τζ. Σίγκελ, διδακτορικός απόφοιτος του Κολλεγίου Φαρμακευτικών Επιστημών του WSU.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν τα κύτταρα της επένδυσης των αρθρώσεων ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα και αφαίρεσαν τη σουλφατάση-2 από μια ομάδα κυττάρων. Στη συνέχεια προχώρησαν σε διέγερση όλων των κυττάρων με το φλεγμονώδες TNF-α. Αυτό που διαπίστωσαν ήταν ότι τα κύτταρα που δεν είχαν σουλφατάση-2 δεν εμφάνισαν την ίδια υπερβολική φλεγμονώδη απόκριση στον TNF-α σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κύτταρα που παρέμειναν ως είχαν χωρίς να τους αφαιρεθεί η σουλφατάση – 2.
«Η εξέταση της σουλφατάσης για τον πιθανό ρόλο της στη φλεγμονή ήταν μια εικασία. Όμως, μόλις ξεκινήσαμε τη διερεύνηση είδαμε ένα πολύ σταθερό μοτίβο κατά το οποίο η έκφραση της σουλφατάσης 2 ήταν αυξημένη, σε διαφορετικούς ιστούς και δείγματα που μελετήσαμε. Αυτό μας λέει ότι ο TNF-α βασίζεται στη σουλφατάση-2 για να κινητοποιήσει τη φλεγμονή, επειδή μόλις αφαιρέσαμε τη σουλφατάση-2 οι φλεγμονώδεις επιδράσεις του TNF-α μειώθηκαν σημαντικά», σημείωσε ο Άχμεντ.
Τα αποτελέσματα ήταν προϊόν μιας σειράς πειραμάτων διάρκειας τεσσάρων ετών. Τώρα, τα ευρήματα αυτά ανοίγουν την πόρτα σε μελλοντικές μελέτες σε ζώα για να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα της αναστολής της σουλφατάσης-2 για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Αυτό θα μπορούσε κάποια μέρα να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων συνδυαστικών θεραπειών που μαζί με άλλες φλεγμονώδεις πρωτεΐνες θα στόχευαν και τη σουλφατάση-2 για την πρόληψη της οστικής απώλειας, της βλάβης του χόνδρου και των παραμορφωμένων αρθρώσεων. Τέτοιες θεραπείες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση της έλλειψης φαρμακευτικής αγωγής για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, τη στιγμή που πολλές από τις υπάρχουσες έχουν σημαντικές παρενέργειες.
«Οι υπάρχουσες φαρμακευτικές αγωγές μπορεί να διακόπτουν τον TNF-α σε ολόκληρο το σώμα, αλλά έχουν σημαντικές ανοσοποιητικές λειτουργίες», είπε η Σίγκελ, προσθέτοντας ότι οι ασθενείς που παίρνουν αυτά τα είδη φαρμάκων είναι πιο επιρρεπείς σε λοιμώξεις και λόγω της μακροχρόνιας χρήσης τους έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο. Σημείωσε επίσης ότι οι αναστολείς TNF-α δεν είναι αποτελεσματικοί σε όλους τους ανθρώπους και δεν συνιστώνται σε ασθενείς με άλλες παθήσεις.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας και το Ίδρυμα Ερευνών Ρευματολογίας των ΗΠΑ.