Οι ρευματικές παθήσεις αποτελούν τη σημαντικότερη αιτία αναπηρίας, είναι υπεύθυνες για το 60% των αναρρωτικών αδειών μακράς διαρκείας και οδηγούν εκτός εργασίας το 50% των ασθενών.
Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με ρευματικές παθήσεις εγκαταλείπει την εργασία του μέσα στα 5 πρώτα χρόνια από την διάγνωση. Το δε κοινωνικό κόστος των ρευματοπαθών είναι δυσβάσταχτο, πλήττει καίρια την κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία. Οι πάσχοντες υφίστανται μεγάλες συνέπειες στην προσωπική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική τους ζωή.
Τα στοιχεία αυτά επισημαίνει η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ) με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αρθρίτιδας που έχει οριστεί για τις 12 Οκτωβρίου. Φέτος, η ΕΛΕΑΝΑ σε συνεργασία με τους Δήμους Αθηναίων, Πειραιά, Λάρισας, Τρικκαίων και Καρδίτσας θα φωταγωγήσει κεντρικά κτίρια στις συγκεκριμένες 5 από τις 11 πόλεις όπου έχει παρουσία ο Σύλλογος.
Στο φετινό της μήνυμα, η Ευρωπαϊκή Συμμαχία Ρευματολογικών Ενώσεων (EULAR) επικεντρώνεται στην κατανόηση των «σημείων πόνου» που έχουν οι ασθενείς με ρευματικά νοσήματα, στη συρρίκνωση του ιατρικού εργατικού δυναμικού, στους μεγάλους χρόνους αναμονής για ραντεβού ή στην έλλειψη κατανόησης των ρευματικών παθήσεων από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων των κυβερνήσεων.
Οι ρευματικές παθήσεις αφορούν ένα ευρύ φάσμα εμπλεκομένων: αυτούς που λαμβάνουν αποφάσεις για τις πολιτικές υγείας, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τους επαγγελματίες υγείας, τις φαρμακευτικές εταιρείες και τον γενικό πληθυσμό. Ενώ όμως η υγειονομική περίθαλψη έχει γίνει ένα πολύ ορατό θέμα διεθνούς συζήτησης λόγω της πανδημίας COVID-19, οι ρευματικές παθήσεις παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άγνωστες και αδιευκρίνιστες σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο, παρά τη σοβαρότητα και τον επιπολασμό τους.
Στην Ελλάδα με την παρατεταμένη κρίση και ύφεση, οι πάσχοντες έχουν δυσκολίες στην πρόσβαση τους στο γιατρό και στην θεραπεία, τόνισε η Πρόεδρος της ΕΛΕΑΝΑ Αθανασία Παππά. Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν πρόβλημα πρόσβασης σε ιατρό λόγω αδυναμίας εξασφάλισης ραντεβού στις δημόσιες δομές ή σε ιατρό συμβεβλημένο με τον ΕΟΠΥΥ, λόγω αδυναμίας πληρωμής αμοιβής ιδιώτη γιατρού, αλλά και λόγω απόστασης ή αδυναμία μετακίνησης στο ιατρείο.
Ασθενείς δηλώνουν ότι η κατάσταση της υγείας τους επιδεινώθηκε λόγω καθυστέρησης ή ακόμα και διακοπής της θεραπείας τους.
Η κ. Παππά επισημαίνει ότι «οι ασθενείς με ρευματικές παθήσεις θα πρέπει να έχουν κατάλληλη πρόσβαση σε εξειδικευμένη και ποιοτική ιατρική και υγειονομική φροντίδα ώστε να βελτιστοποιηθεί η μακροχρόνια ποιότητα της ζωής. Στην Ελλάδα η έλλειψη πολιτικών υγείας για την ορθή αντιμετώπιση των ρευματικών παθήσεων και των συνεπειών τους έχει ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη διάγνωση, τις δυσκολίες πρόσβασης στην κατάλληλη θεραπεία και την έλλειψη μέτρων για τα άτομα με αναπηρία».