«Μισθολογικές αυξήσεις; Λιγότερες ώρες εργασίας; Δουλειές με πραγματικό νόημα για τους εργαζόμενους; Ποιος τα χρειάζεται αυτά;», διερωτάται δηκτικά σε ρεπορτάζ της η Gazeta Wyborcza.
«Αντί αυτών, θα προσφέρονται συνεδρίες με ασκήσεις για αναπνοές χαλάρωσης και αποτελεσματική διαχείριση του στρες», αναφέρει η πολωνική εφημερίδα.
«Η κουλτούρα της ευεξίας έχει μπει σε εταιρείες, αλλά ως καρικατούρα».
Αν και η παραγωγικότητα παραμένει πρωταρχικό θέμα στους χώρους εργασίας -επισημαίνει- πολλά άλλαξαν με την πανδημία COVID-19.
Ολοένα και περισσότερες εταιρείες δείχνουν ενδιαφέρον για την ψυχική υγεία, την ευημερία και τα επίπεδα άγχους των εργαζομένων τους.
Το ερώτημα δεν είναι μόνο προς το συμφέρον ποιου το κάνουν, αλλά και αν το κάνουν καλά.
Οι πρακτικές που εφαρμόζονται αποτελούν πλέον αντικείμενο έντονης κριτικής.
Όπως καταγράφει το ρεπορτάζ, προέρχεται κυρίως από νεότερα μέλη του εργατικού δυναμικού.
Στο επίκεντρο του προβληματισμού είναι εάν οι συζητήσεις και τα σεμινάρια για την ψυχική υγεία στον εργασιακό χώρο έχουν πραγματικά ως στόχο την ευημερία των εργαζομένων ή εάν αποτελούν «προπέτασμα καπνού» έναντι βαθύτερων προβλημάτων.
Πολλοί χρησιμοποιούν μάλιστα έναν νέο όρο για να περιγράψουν την κατάσταση.
Μιλούν για «psychowashing».
Κάτι ανάλογο δηλαδή με την «πλύση εγκεφάλου».
Εν προκειμένω, αφορά στον ψυχισμό.
Δοκιμάζοντας τα όρια
«Εργαζόμουν σε μια εταιρεία με «δυτικού τύπου» διοίκηση», λέει η Ανίτα.
Νεαρή δικηγόρος, ήθελε να κάνει καλή εντύπωση στα αφεντικά της. Αναλάμβανε με προθυμία υποθέσεις. Έκανε υπερωρίες.
Σύντομα άρχισαν να της αναθέτουν περισσότερη δουλειά.
Στην εταιρεία «μιλούσαν πολύ για την ευημερία των εργαζομένων, για το εργασιακό περιβάλλον και για την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής», εξιστορεί.
«Όμως εγώ ήμουν απίστευτα καταπονημένη και αγχωμένη».
Παράλληλα άρχισε να βρίσκεται συχνά στο στόχαστρο σεξιστικών σχολίων.
«Όταν το εκμυστηρεύτηκα στην προϊσταμένη μου, μου είπε ότι έπρεπε να μάθω πώς να απαντώ με αυτοπεποίθηση», αναφέρει.
«Στάθηκα στο ύψος μου και είπα ότι ίσως ήταν οι άλλοι που έπρεπε να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους».
Οργανώθηκαν πράγματι συζητήσεις με ψυχολόγο στον εργασιακό χώρο.
Μια συνεδρία είχε τίτλο «τι να κάνετε όταν κάποιος ξεπερνά τα όριά σας».
Τελικά η Ανίτα ξεπέρασε τα δικά της, εκδηλώνοντας σημάδια κατάθλιψης, υπερκόπωσης και υπερβολικού άγχους.
Ζήτησε να της ανατίθενται εργασίες ανάλογες της θέσης που κατείχε και λιγότερες ώρες εργασίας. Το αίτημά της απορρίφθηκε.
«Κούφιες» υποσχέσεις
Με 12 χρόνια επαγγελματικού βίου, σε διάφορα πόστα και εταιρείες, η Μαλγκορζάτα είχε ανάλογη εμπειρία.
Η πανδημία τη βρήκε να δουλεύει ως έμμισθη διοργανώτρια εκδηλώσεων.
Σε μια περίοδο που έπρεπε να πληρώνει δόσεις δανείου, βρέθηκε ξαφνικά χωρίς αντικείμενο εργασίας.
«Με κυρίευσε ένα αίσθημα φόβου ότι θα με απολύσουν», παραδέχεται.
Δεν συνέβη.
Τη μετέθεσαν σε άλλο τμήμα, όπου -όπως λέει- «σκίστηκε στη δουλειά».
Συνέχισε όμως να είναι «στα κάγκελα», παρά το ότι η εταιρεία διαβεβαίωνε ότι δεν θα γίνουν απολύσεις.
Μάλιστα προσέφερε διαδικτυακά σεμινάρια για να στηρίξει ψυχολογικά τους υπαλλήλους, εν μέσω πανδημίας.
«Όταν το σκέφτομαι, θέλω να γελάσω» λέει τώρα με πικρία η Μαλγκορζάτα.
«Ανησυχούσα για την υγεία των γονιών μου, για το αν θα μπορούσα να πληρώσω το δάνειο, για το τι θα έκανα αν με έδιωχναν από τη δουλειά και κάποιος μου έδινε οδηγίες για το πώς πρέπει να αναπνέω για να είμαι λιγότερο αγχωμένη».
Παρά τις πολλές ανάσες και τις διαβεβαιώσεις της εταιρείας, η Μαλγκορζάτα τελικά απολύθηκε.
Την ενημέρωσαν πάντως ότι μπορούσε να συνεχίσει τα διαδικτυακά μαθήματα αυτοβελτίωσης…
Εταιρική κοινωνική ευθύνη… στην «ομίχλη»;
Το «psychowashing» δεν είναι το πρώτο φαινόμενο που αποτυπώνει τον τρόπο με τον οποίο εταιρείες «κεφαλαιοποιούν» κοινωνικές αξίες και θέματα δημοφιλή στο δημόσιο διάλογο.
Πολλές κατηγορούνται ήδη για «greenwashing». «Πράσινο ξέπλυμα» των πρακτικών τους ως προς το περιβάλλον.
Άλλες κατηγορούνται για «pinkwashing» ως προς την στήριξη της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν έχουν όλες ειλικρινείς προθέσεις.
Ειδικά όμως στην αγορά εργασίας, «η ψυχική υγεία έχει γίνει πλέον εταιρικό θέμα», παρατηρεί ο Τόμας Οχινόφσκι, καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Όμως «η σημερινή εστίαση στην ψυχική υγεία και την ψυχική ασθένεια σε αφηγηματικό επίπεδο είναι ένας τρόπος για τις εταιρείες να ξεφύγουν από τα άλλα προβλήματά τους», παρατηρεί.
«Είναι ευκολότερο να μιλάμε για ψυχικές ασθένειες, παρά για την υπερεργασία, τις απολύσεις ή τις επιπτώσεις της διαδικτυακής εργασίας», σχολιάζει.
Ο συνήθης αντίλογος σε αυτή την κριτική είναι ότι οι εταιρείες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα και ότι στόχος τους είναι το κέρδος.
Όπως δε παραδέχεται ο Πολωνός καθηγητής, «η “κουλτούρα της θεραπείας” αυξάνει την ευαισθητοποίηση σχετικά με την ύπαρξη ψυχικών προβλημάτων ως σημαντική πρόκληση στην εργασία και στην προσωπική ζωή».
Από την άλλη ωστόσο, επισημαίνει, «θέτει επίσης τις βάσεις για την «ποπ ψυχολογία» ή τη χρήση εξαιρετικά απλουστευμένης ψυχολογικής γλώσσας, για να μιλήσουμε για όλα τα είδη προβλημάτων».
Χαρακτηρίζει δε «όχι μόνο ψευδές, αλλά και επικίνδυνο» την εδραίωση μιας «πεποίθησης ότι μπορούμε να λύσουμε υπαρξιακά προβλήματα στην εργασία».
[Πηγή:]www.in.gr