Η διπολική διαταραχή επηρεάζει περίπου το 1% του πληθυσμού, όμως συχνά η διάγνωση δεν γίνεται σωστά εξ’ αρχής, οπότε στο 40% των πασχόντων από διπολική διαταραχή η πρώτη διάγνωση συνήθως είναι η μείζονα κατάθλιψη.
Ο λόγος είναι τα συμπτώματα που επικαλύπτονται μεταξύ τους στις δύο νόσους, η αναζήτηση βοήθειας από τους ασθενείς όταν βρίσκονται στη φάση της κατάθλιψης και σπάνια στη φάση της μανίας, αλλά και η αυτοαξιολόγηση του ασθενή κατά την επίσκεψη στον ψυχίατρό του.
Την ελαχιστοποίηση του λάθους επιχείρησε ερευνητική ομάδα από το Κέμπριτζ, η οποία προσπάθησε την εισαγωγή αντικειμενικών βιοδεικτών, που θα οδηγούν σε έγκαιρη και πιο αντικειμενική και ακριβή διάγνωση στις ψυχικές παθήσεις.
Η σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA, συμπεριέλαβε 241 ασθενείς με κατάθλιψη και λάθος διάγνωση διπολικής διαταραχής, οποίοι εμφάνισαν ένα ξεχωριστό προφίλ μεταβολικών παραγόντων, το οποίο συσχετίστηκε με συμπτώματα μανίας σε σύγκριση με ασθενείς με καταθλιπτικά συμπτώματα εξαιτίας μείζονος κατάθλιψης. Η ενσωμάτωση των βιοδεικτών βελτίωσε σημαντικά την διάγνωση όταν τα δεδομένα συμπτωμάτων ήταν περιορισμένα και σε αβέβαια όρια για να τεθεί διάγνωση.
Η νέα μελέτη χρησιμοποίησε δείγματα και δεδομένα από τη μελέτη Delta, που διεξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο από 27 Απριλίου 2018 μέχρι 6 Φεβρουαρίου 2020. Ο πρωταρχικός στόχος ήταν να εντοπιστεί διπολική διαταραχή σε ασθενείς με πρόσφατη (μέχρι 5 έτη) διάγνωση μείζονος κατάθλιψης και με τρέχοντα καταθλιπτικά συμπτώματα.
Για τη συμμετοχή τους οι ασθενείς απάντησαν ένα ειδικά σχεδιασμένο διαδικτυακό ερωτηματολόγιο με 635 ερωτήσεις και οι βιοδείκτες ελέγχθηκαν με εξέταση αίματος.
Αποτελέσματα
Από τους 241 ασθενείς της πρώτης ομάδας συμμετεχόντων οι 67 (27,8%) διαγνώστηκαν με διπολική διαταραχή, ενώ οι 174 (72,2%) επιβεβαιώθηκε ότι είχαν μείζονα κατάθλιψη. Το 70,5% της ομάδας ήταν γυναίκες, μέσης ηλικίας 28,1 ετών.
Από τους 30 συμμετέχοντες στην δεύτερη ομάδα, οι 9 (30%) διαγνώστηκαν με διπολική διαταραχή και οι 21 (70%) με μείζονα κατάθλιψη. Οι 16 (53%) ήταν γυναίκες και η μέση ηλικία ήταν 25,4 έτη.
Τα επίπεδα των εξετάσεων αίματος αξιολογήθηκαν στους 241 ασθενείς με καταθλιπτικά συμπτώματα και πρόσφατη διάγνωση μείζονος κατάθλιψης, από τους οποίους οι 67 διαγνώστηκαν στη συνέχεια με διπολική διαταραχή μετά από Σύνθετη Διεθνή Διαγνωστική Συνέντευξη και οι 174 επιβεβαιώθηκε ότι είχαν μείζονα κατάθλιψη.
Οι βιοδείκτες
Από μια σειρά αναγνωρισμένων 17 βιοδεικτών το κεραμίδιο d18:0/24:1 αναδείχθηκε ως ο ισχυρότερος βιοδείκτης.
Ο συνδυασμός δεδομένων βιοδεικτών με πληροφορίες που αναφέρθηκαν από ασθενείς ενίσχυσε σημαντικά τη διαγνωστική απόδοση.
Οι ταυτοποιημένοι βιοδείκτες συσχετίστηκαν κυρίως με συμπτώματα μανίας και επικυρώθηκαν σε μια ξεχωριστή ομάδα ασθενών που έλαβαν νέα κλινική διάγνωση μείζονος κατάθλιψης οι 21 και διπολικής διαταραχής οι 9 κατά την διάρκεια παρακολούθησης 1 έτους.
Το αποτύπωμα της διάθεσης στο σώμα
Με την μελέτη αποδείχθηκε η ιδέα ανάπτυξης ενός εύκολου τεστ βιοδεικτών για τη διευκόλυνση της διαφορικής διάγνωσης της διπολικής διαταραχής και της μείζονος κατάθλιψης.
Ταυτόχρονα όμως, σηματοδοτεί την πιθανή εμπλοκή των κεραμιδίων στους μηχανισμούς των διαταραχών της διάθεσης.
Η προστιθέμενη αξία των βιοδεικτών είναι ιδιαίτερα εμφανής σε σενάρια όπου δεν υπάρχουν πλήρη δεδομένα για ψυχιατρικά συμπτώματα, ιδιαίτερα όταν οι ασθενείς δεν αναφέρουν τα συμπτώματά τους και οι διαγνώσεις δεν είναι βέβαιες. Κατά συνέπεια, οι βιοδείκτες σχετίστηκαν κυρίως με συμπτώματα μανίας. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν επίσης τη συμμετοχή σφιγγολιπιδίων, συγκεκριμένα κεραμιδίων, στους διακριτούς παθολογικούς μηχανισμούς των διαταραχών της διάθεσης.
Αυτό μπορεί να σημαίνει εγγενείς ανοσομεταβολικές ή σηματοδοτικές διαφορές μεταξύ διπολικής διαταραχής και μείζονος κατάθλιψης ή τις προσαρμοστικές αποκρίσεις του σώματος σε αυτές τις συνθήκες.
[Πηγή:]www.in.gr