Λάθος διάγνωση δεν είναι μόνο η αδυναμία να εντοπιστεί ο λόγος που ο ασθενής έχει κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά και να ενημερωθεί κατάλληλα και ο ασθενής για την ασθένειά του.
Τουλάχιστον έτσι ορίζει τη λανθασμένη διάγνωση νεότερη μελέτη για τις επιπτώσεις των λάθος διαγνώσεων στην υγεία των ασθενών.
Στην προσπάθεια να διερευνηθεί η αιτία των λάθος διαγνώσεων, η σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο JAMA, διαπίστωσε ότι πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στα διαγνωστικά λάθη, αλλά οι κυριότεροι είναι:
- τα πολύπλοκα συστήματα υγείας,
- ο λίγος χρόνος που έχουν οι γιατροί να κάνουν μια πλήρη διάγνωση και
- οι διαφορετικές εργασιακές κουλτούρες που εμποδίζουν τη βελτίωση στην απόδοση της διάγνωσης.
Το διαγνωστικό λάθος συνέβαλε στον θάνατο 121 ασθενών ή το 6,6% του συνόλου των θανόντων
Σοβαρές επιπτώσεις
Οι λάθος διαγνώσεις είναι ανεπιθύμητες εδώ και καιρό -ιδίως για τους νοσηλευόμενους ασθενείς- καθώς συμβάλλουν στη μεταφορά σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), στην πρόκληση θανάτου ή και τα δυο.
Άλλες μελέτες έχουν εντοπίσει ιατρικά λάθη σε 10 από 1000 περίπου ανεπιθύμητα γεγονότα χωρίς να εξετάζουν τις διαγνωστικές διαδικασίες ή διαγνωστικά λάθη σε νοσηλευόμενους ασθενείς τα οποία όμως αντιμετωπίζουν περιορισμούς λόγω διαφόρων υποκειμένων νοσημάτων που οδηγούν σε επανεξέταση των ασθενών, υιοθετώντας πρόσθετες διαδικασίες διερεύνησης.
Όμως τελικά, πόσο συχνά συμβαίνουν τα λάθη στη διάγνωση σε ενήλικες που μεταφέρονται στη μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) ή πεθαίνουν στο νοσοκομείο, τι προκαλεί τα σφάλματα και ποιες είναι οι σχετικές βλάβες;
Σύμφωνα με τη μελέτη του JAMA, τα διαγνωστικά σφάλματα ήταν συχνά, επιβλαβή και είχαν υποκείμενα αίτια, και οδήγησαν στους νοσηλευόμενους ενήλικες στη ΜΕΘ ή στο θάνατο, γι΄ αυτό πρέπει να υπάρξουν παρεμβάσεις που θα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό.
Για τη μελέτη τους, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και το Γενικό Νοσοκομείο Ζούκερμπεργκ στο Σαν Φρανσίσκο, το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο στο Ντένβερ και την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ, χρησιμοποίησαν στοιχεία από ομάδα ασθενών με στόχο να προσδιορίσουν τον επιπολασμό, την υποκείμενη αιτία και τις βλάβες των διαγνωστικών σφαλμάτων σε νοσηλευόμενους ενηλίκους που μεταφέρθηκαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) ή πέθαναν.
Λάθη στο ένα τέταρτο των ασθενών
Διερευνώντας τα αρχεία 2428 ασθενών, διαπιστώθηκε λάθος ή καθυστερημένη διάγνωση στο 23% των ασθενών, με το 17% αυτών των σφαλμάτων να προκαλούν προσωρινή ή μόνιμη βλάβη στους ασθενείς. Τα προβλήματα που υπέβοσκαν στη διαγνωστική διαδικασία με τη μεγαλύτερη επίπτωση στα διαγνωστικά σφάλματα, και στα οποία πρέπει να υπάρξει εστίαση για βελτίωση της ασφάλειας των ασθενών, ήταν λάθη στα τεστ και στην κλινική αξιολόγηση.
Η αναδρομική μελέτη διεξήχθη σε 29 ακαδημαϊκά ιατρικά κέντρα στις ΗΠΑ σε τυχαίο δείγμα ενηλίκων που νοσηλεύτηκαν με γενικές παθήσεις και μεταφέρθηκαν σε ΜΕΘ, πέθαναν ή και τα δύο, από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2019.
Κάθε αρχείο εξετάστηκε από 2 εκπαιδευμένους κλινικούς ιατρούς για να προσδιοριστεί εάν συνέβη διαγνωστικό σφάλμα (δηλαδή η διάγνωση δεν ήταν σωστή ή καθυστερημένη), να εντοπιστούν τα λάθη της διαδικασίας διάγνωσης και να ταξινομηθούν οι βλάβες που προκλήθηκαν.
Ιατρικό λάθος
Από τα 2428 αρχεία ασθενών μέσης ηλικίας 63,9 ετών σε 29 νοσοκομεία, το 45,6% ήταν γυναίκες και το 54,4% άνδρες.
Λάθος διάγνωση έγινε σε 550 ασθενείς, δηλαδή το 23% αυτών.
Τα λάθη αυτά συνέβαλαν σε προσωρινή ή μόνιμη βλάβη ή και θάνατο σε 436 ασθενείς, δηλαδή το 17,8% του συνόλου των ασθενών που εξετάστηκαν ή το 79,2% των ασθενών που υπέστησαν τη λάθος διάγνωση.
Από τους 1863 ασθενείς της ομάδας, οι οποίοι τελικά πέθαναν, το διαγνωστικό λάθος κρίθηκε ότι συνέβαλε στον θάνατο σε 121 ασθενείς ή το 6,6% του συνόλου των θανόντων.
Λάθος ιατρική εκτίμηση
Τα μοντέλα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές για να διαπιστώσουν την αιτία της λάθος διάγνωσης, έδειξαν ότι τα προβλήματα:
- σωστής αξιολόγησης των ασθενών εντοπίστηκαν στο 21,4% των λανθασμένων διαγνώσεων και
- παραγγελίας και ερμηνείας των εξετάσεων αφορούσαν το 19,9% των λάθος διαγνώσεων.
Το γεγονός αυτό οδήγησε τους ερευνητές να καταλήξουν ότι τα προβλήματα με την επιλογή και την ερμηνεία των τεστ και τις διαδικασίες αξιολόγησης της πάθησης από τον κλινικό γιατρό αποτελούν τομείς υψηλής προτεραιότητας για προσπάθειες βελτίωσης.
[Πηγή:]www.in.gr