Αν και πρόσφατη, η εφιαλτική περίοδος της πανδημίας COVID-19 φαντάζει πλέον σε πολλούς μακρινή.
Όμως ο κίνδυνος δεν έχει απομακρυνθεί.
Ούτε με τον κορονοϊό, ούτε με αναδυόμενους παθογόνους ιούς, όπως της γρίπης των πτηνών, ή την αναβίωση ασθενειών που φάνταζε ότι τις είχαμε ξεπεράσει.
Ειδικά η πανδημία COVID-19 κατέδειξε ότι τέτοιου είδους προκλήσεις για την παγκόσμια υγεία δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα από κυβερνήσεις ή οργανισμούς.
Έτσι, στο φόντο των εκατομμυρίων θανάτων, των καταστροφικών lockdown και των πολυεπίπεδων κοινωνικο-οικονομικών συνεπειών, στους κόλπους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας άρχισαν προ διετίας κρίσιμες διαπραγματεύσεις.
Στο επίκεντρο είναι μια διεθνής συμφωνία για την πρόληψη, την ετοιμότητα και την αντίδραση έναντι των πανδημιών, σε παγκόσμιο συντονισμό.
Πρακτικά, η συμφωνία στοχεύει στη διευκόλυνση μιας πιο δίκαιης αντιμετώπισης των πανδημιών.
Για την αναγκαιότητα, μιλά από μόνη της η πραγματικότητα.
Μόλις το 50% των ανθρώπων στον δυτικό Ειρηνικό και την Αφρική έλαβαν ένα πρώτο εμβόλιο COVID-19.
Λιγότεροι από τους μισούς έλαβαν εμβόλιο mRNA λόγω έλλειψης διαθεσιμότητας.
Οι δυτικές κυβερνήσεις αντίθετα υπέγραψαν διμερείς συμφωνίες με φαρμακευτικές εταιρείες που τους παρείχαν τις καλύτερες προμήθειες.
Είναι αυτό που ο Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, έχει καταγγείλει ως «απαρτχάιντ των εμβολίων», καλώντας επανειλημμένα τη διεθνή κοινότητα στην επίτευξη μιας λύσης.
Η λογική της προωθούμενης νέας συμφωνίας, εγκεκριμένης από τον ΠΟΥ, θα επιτρέψει στις χώρες σε όλο τον κόσμο να ενισχύσουν τις εθνικές, περιφερειακές και παγκόσμιες ικανότητες αντιμετώπισης και την ανθεκτικότητα σε μελλοντικές πανδημίες.
Όμως η μυστικοπάθεια στις διαπραγματεύσεις, οι έντονες διαφωνίες ακόμη και για την τελευταία λέξη του προσχεδίου συμφωνίας και τα συμφέροντα πλούσιων κρατών και ισχυρών λόμπι οδήγησαν τη διαδικασία σε ένα πρώτο «ναυάγιο».
Ελλείψει συναίνεσης, τα 194 μέλη δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία πριν από την καταληκτική ημερομηνία.
Αυτή ήταν η έναρξη της ετήσιας συνόδου των υπουργών Υγείας του ΠΟΥ, που διεξάγεται αυτή την εβδομάδα, στη Γενεύη.
«Κόκκινες γραμμές» στα μέτρα της φαρμακοβιομηχανίας
Στόχος της συμφωνίας είναι να τεθούν κατευθυντήριες γραμμές για το πώς οι 194 χώρες μέλη του ΠΟΥ θα μπορούν να σταματήσουν τις μελλοντικές πανδημίες και να μοιραστούν καλύτερα τους πόρους.
Επίμαχο de facto, το τελευταίο προσχέδιο επικεντρωνόταν στο κλείσιμο του χάσματος μεταξύ της Δύσης και των αναπτυσσόμενων χωρών.
Αφορά τόσο στον τομέα των εμβολίων, όσο και σε ένα «Σύστημα πρόσβασης σε παθογόνα και διαμοιρασμού των οφελών».
Βάσει αυτού, οι χώρες καλούνται να δίνουν στον ΠΟΥ δείγματα και γενετικές αλληλουχίες δυνητικά επικίνδυνων παθογόνων μικροοργανισμών.
Σε αντάλλαγμα, ο ΠΟΥ θα αναλάμβανε συμβόλαια με παρασκευαστές εμβολίων και θα παρείχε στα συμμετέχοντα κράτη το 20% των εμβολίων που χρειάζονται.
Παροτρύνει επίσης τις χώρες να αποκαλύψουν τις συμφωνίες τους με ιδιωτικές εταιρείες της φαρμακοβιομηχανίας.
Όμως πολλά κράτη μέλη, όλα πλούσια, διαφώνησαν και με τη διαδικασία, και με το κόστος εφαρμογής.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, Ρεπουμπλικανοί νομοθέτες προέτρεψαν τον πρόεδρο Μπάιντεν να απορρίψει τη διεθνή συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι «θα κουρελιάσει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας» και θα δώσει υπερβολικές εξουσίες στον ΠΟΥ.
Το υπουργείο Υγείας της Βρετανίας διεμήνυσε ότι θα προσυπέγραφε μια διεθνή συμφωνία, μόνο εάν εξυπηρετούσε τα βρετανικά συμφέροντα και την εθνική κυριαρχία.
Στο ίδιο μήκος κύματος κι άλλες χώρες, όπως η Ελβετία, εμφανίστηκαν απρόθυμες να αποδεχτούν όρους που μπορεί να επηρεάσουν τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Στον αντίποδα, αναπτυσσόμενα κράτη χαρακτήρισαν άδικο να αναμένεται από αυτά να παρέχουν δείγματα ιού για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη εμβολίων και θεραπειών, αλλά στη συνέχεια να μην έχουν οφέλη, όπως π.χ. έναν σωστό διαμοιρασμό τεστ, εμβολίων και θεραπειών.
Υπό τις παρούσες συνθήκες και με τους ισχύοντες μηχανισμούς, τα περισσότερα δεν μπορούν να τα αντέξουν οικονομικά.
Κάτι που έγινε σαφές εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού.
Αναζητώντας διέξοδο και συμβιβασμό
Κατά τον Λόρενς Γκόστιν, διευθυντή του Κέντρου για το Παγκόσμιο Δίκαιο Υγείας του ΠΟΥ, υπήρχε ένας «ελέφαντας στο δωμάτιο» των διαπραγματεύσεων.
Αυτός, δήλωσε στους New York Times, δεν ήταν άλλος από «τον Ντόναλντ Τραμπ».
Ένας από τους λόγους που «τορπιλίζουν» διαπραγματεύσεις, αναφέρει, είναι η προοπτική επανεκλογής του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου στην προεδρία των ΗΠΑ, τον Νοέμβριο.
Είναι επίσης οι απειλές του να αποσύρει τις ΗΠΑ από τον ΠΟΥ, όπως είχε κάνει κατά την πρώτη προεδρική θητεία του, εν μέσω της πανδημίας COVID-19.
Όμως και η σημερινή κυβέρνηση Μπάιντεν επικρίνεται για «αντιφάσεις» και «υποκρισία».
Ενώ εντός των ΗΠΑ εντείνει τις προσπάθειες για μείωση της τιμής των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, στο πλαίσιο του προτεινόμενου σχεδίου του ΠΟΥ απορρίπτει τη χαλάρωση των περιορισμών για τις πατέντες φαρμάκων.
Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η κυβέρνηση Μπάιντεν δημοσιοποίησε πρόσφατα τη δική της Παγκόσμια Στρατηγική Ασφάλειας Υγείας, δίνοντας έμφαση σε διμερείς συνεργασίες με άλλα κράτη.
Ζητούμενο, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, είναι η παροχή βοήθειας στην ενίσχυση των συστημάτων αντιμετώπισης πανδημιών, κυρίως σε χώρες στην Αφρική και στην Ασία.
Τώρα, η εν εξελίξει 77η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας στη Γενεύη καλείται να βρει εναλλακτικές και λύσεις για μια πιο συμμετοχική αντίδραση σε πανδημίες.
Οι συμμετέχοντες πρέπει να λάβουν «τις σωστές αποφάσεις για να προχωρήσει αυτή η διαδικασία», υπογραμμίζει ο Ρόλαντ Ντρίς, συμπρόεδρος του Διακυβερνητικού Διαπραγματευτικού Οργάνου της Συμφωνίας για την Πανδημία.
Τελικά πρέπει να συναινέσουν, «επειδή τη χρειαζόμαστε», τονίζει.
Υπό το βάρος των τελευταίων εξελίξεων, ωστόσο, τίθεται υπό αμφισβήτηση εάν και πότε θα επιτευχθεί.
Πολλώ μάλλον εάν θα βασίζεται στις αρχές της δικαιοσύνης, της συμμετοχικότητας και της διαφάνειας, αυξάνοντας τη λογοδοσία και τον επιμερισμό ευθυνών στο διεθνές σύστημα.
* Κεντρική photo: Unspash/shahin khalaji
[Πηγή:]www.in.gr